Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Τ’ ανείπωτα όνειρα

 Σε μια παράλληλη σκέψη
όταν τα βράδια μας κουραστούν
 κράτα αυτές τις σκέψεις, μάτια μου,
 και μη μιλάς…
 Ακρωτηρίασε τις ηδονές η νύχτα
 κρυμμένες στην ντροπή.
Νοτισμένο αγκάθι το κορμί σου
 αιμορραγεί στα εχθρικά σου όνειρα.
Πρόσμενε τ’ ανείπωτα όνειρα
που σαν λυχνοστάτης θερμαίνουν
 τα ευφρόσυνα περασμένα.
Ανείπωτα όνειρα που τ’ αγλαΐζουν Νεράιδες
στις χρυσοφτέρωτες νύχτες
να σ’ ακουμπήσουν γυρεύουν!
Και γω, πειρατής στης ψυχή σου το ανθονήσι
ξοδεύω άσκοπα τις νύχτες μου
 αγκαλιάζοντας του χρόνου ερείπια,
μπας και κλέψω « τα λείπω» που ξεμακραίνουν…
Άναψε ένα τσιγάρο να ’χεις παρέα
 και ρούφα της ζωής « τα λείπω»…
 και σαν ξημερώσει,
 ονειρέψου τις ώρες που στην απουσία σου με καταδιώκουν…
Η γειτονιά μου

Χρόνια υπάρχει στην γειτονιά μου
 η στέγη του κόσμου,
ο ίδιος ουρανός!
 Έχουν τα σπίτια τα χρώματά του
 και η αυλές μας φαντάζουν λευκές
 -σαν χειμωνιάτικα σύννεφα-
 λερωμένες με την αθωότητα της νιότης.

 Την γειτονιά μου, την καθαγίασαν τις νύχτες
 τα ασφυρηλάτητα όνειρα της ζωής,
 η αθωότητα της αγάπης
κι είν’ η ανάμνησή τους διαχρονικές μελωδίες
στις ματωμένες ψυχές μας
που παρεπιδήμησαν σε άλλους προορισμούς!

 Στη γειτονιά μου θα ξαναγυρίσω
 και θα προσμένω τις νύχτες το λευκό
ως σιωπηλός ενοικιαστής των ονείρων!
 Στης ατμοσφαιρικές μυρωδιές των κήπων
ως μοναχικός εραστής της νιότης
 θα αγκαλιάζω τα εφήμερα αύριο!

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Μοιράστηκα

Σε δυο αιώνες μοίρασα ολάκερη τη ζωή μου,
ο ένας με ώθησε κι ο άλλος με κατατρώει
και ταξιδεύω στις ράγες του χρόνου,
άπατρις!
Μοιάζω σαν καταδικασμένος ένοικος
που χρέη κουβαλά και κρύβεται…
που έκανε τόπους γειτονιές και δραπετεύει νύχτα.
Μοιράστηκα στο πριν και στο μετά απόθεμα,
δικαίωση που διαιρεί τα πάθη.
Το παρελθόν μου έκλεψε την ανεμελιά,
τη νιότη απ’ το κορμί μου
κι ο ενεστώτας μου χάρισε ασύμβατη
σοφία στην ζωή μου.
Μοιράστηκα σε δυο αγκαλιές να μάθω την αγάπη,
φιλόστοργη της μάνας η πρωτιά
και η άλλη αγκαλιά του κόσμου η απάτη.
Μοιράστηκα σε αθεράπευτους πειρασμούς
και αντιστάθηκα εκεί που τερματίζουν οι οδύνες,
ελεύθερος να αντικρύσω την μηδαμινότητά μου.
Μοιράστηκα σαν γόνιμη ευχή που πόνους θεραπεύει
και συνεχίζω να μοιράζομαι
σαν μάνα τ’ ουρανού αξόδευτο,
-διανεμημένη τροφή-
να κεραστούν εφήμερα διαβάτες πεινασμένοι!

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

Εκφυλισμένη αυταπάτη

Και πίστευα πως έχω χρέος ιερό
τον τόπο που με θρέφει να προσκυνώ,
μα, εγώ θρέφω τούτο τον τόπο
με τις σάρκες της ψυχής μου.
Λανθασμένη ευλάβεια
στον αναστεναγμό της εγρήγορσης,
της εκφυλισμένης αυταπάτης
που λεηλατεί τα αδιέξοδα.
Το να απουσιάζεις απ’ την ζωή σου
είν’ το εδώ μικρογραφία θανάτου!
Η αναμονή μου είν’ αμαρτία που με λερώνει
και μ’ οδηγεί στο πουθενά!
Τόσα αδιέξοδα γίνανε δώρα
δράση στον πόλεμό μου
που με φίλεψαν μολυσμένη διάρκεια!
Χαρίζομαι καταστροφή στον όλεθρο,
γκρεμίζομαι κάποιες νύχτες μοναχικές
και με διακριτική σεμνότητα
μου χαρίζω την αιωνιότητα!

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Μια λέξη

Ανάλαφρα κυμάτισε η ανάσα μου
την τελευταία προσευχή
κι ο αγέρας την παρέσυρε
σε άϊσκιο ουρανό.
Ήταν μια λέξη αυτή η προσευχή,
μια λέξη απ’ το παρελθόν
που μου σιγόκαιγε τα χείλη,
μια λέξη που απ’ τ’ ατέρμονο παρόν
εκύλισε στης σιγαλιάς το μέλλον!
Μυρώνει τα χείλη μου τούτη η λέξη,
σαν νέκταρ θεϊκό,
και κάθε που η ανάσα μου την ακουμπά,
φωτίζει της ψυχής μου την σκοτεινιά.
Αχ αυτή η λέξη!
Λάμπει σαν φάρος στην μνήμη μου
και με ξαναγεννά.
Νιώθω να λάμπω σαν φωτοστέφανο
σε τοίχο έρημης εκκλησιάς!
Την είπαν ύμνο σε βίβλο ιερό
και έχυσαν το αίμα τους οι Μάρτυρες για δαύτη!
Είναι μια λέξη μοναδική
που κάρφωσε τον αναμάρτητο σε φοβερό σταυρό.
Είναι μια λέξη που μου αρμόζει, νομίζω,
είναι μια λέξη που αντηχεί στον ουρανό
είναι μια λέξη…
ΑΓΑΠΩ!
Ξενιτιά

Η μόνη παρηγοριά στα όνειρά μου
τις νύχτες που οι πληγές μου κοιμούνται,
για ό,τι μ’ αγάπησε, τα αναπάντητα «γιατί»,
γιατί να σε επιλέξω;

Και τα θυμάμαι ακόμη, κι είναι στην μνήμη μου
σαν γράμμα ξεχασμένο, κιτρινισμένο.
Θυμάμαι, μου χάραξαν δρόμο στη ζωή
και μ’ έφερε κοντά σου.
Νιώθω σταματημένο το χρόνο να μου βαραίνει τους ώμους.
Με έχεις κουράσει και ψάχνω την ίδια μου την ζωή
στα σκοτάδια της παγωμένης χαράς.
Δεν θέλω να υπάρχεις! Κι όμως,
σε νιώθω αγκάθινο στεφάνη πλασματικής αγάπης!
Πέρασε χρόνος ικανός δολοφονώντας ελπίδες
τις νύχτες που ’χα προσκέφαλο
-τον κιτρινισμένο απ’ τον καπνό των τσιγάρων-
τοίχο στην κάμαρή μου.

Με ρήμαξε τούτη η ξενιτιά, γέρασε το μυαλό μου!
Στις ανάσες της μοναξιάς μου
φλερτάρω την αποτυχία της ζωής
για να πετύχω τη ζωή που μου ’κλεψες…

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Κληρονομιά

Ακροβατώ στην κόψη των λέξεων
-κληροδοτήματα στην ανθρωπότητα-
και με μεθά η νικοτίνη που έχουν εμποτισθεί.
Με πνίγει ο καπνός των τσιγάρων
μα ειν’ συντροφιά μου στην κάμαρά μου.
Φτερουγίζουν οι λέξεις, ελευθερία ζητούν
και 'γω, ανήμπορος να πετάξω
πρέπει να βιαστώ, πρέπει να γράψω,
να τις αφήσω κληρονομιά.

Οφείλω έναν ύμνο για τα γραφόμενά μου,
να αναστήσει εμένα όταν χαθώ!
« Άγνωστος καλλιτέχνης», θα πουν…
«τον παρέσυρε η παρακμή του πλήθους…»
Κληρονομιά μου στο επέκεινα
θα μοιάζουν οι στοίχοι μου
ύμνος στην ανυπαρξία.
Τι ειρωνεία,
να είμαι ευλογημένος στην καταδίκη μου!