Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ω, Ποίηση

 Ω, ποίηση! Φλογερός έρωτας
 συνδιαλλαγής των λόγων,
 ελλειπτικοί στο αυτεξούσιό του
 γυρεύουμε συμμετοχή.
Για να ‘χει αντίκρισμα ο λόγος,
 χρειαζόμαστε το άλλο μέρος,
 το ποθητό αντίκρυ,
την αντανάκλαση της προσμονής μας.
Στην προχειρότητα της χαράς
 της απόλυτης δημιουργίας,
ασκητεύουμε στην περιστασιακή λύπη!
 Αυτό είναι ποίηση, να λογομαχούμε μυστικά
 αμφισβητώντας τις δικές μας αλήθειες.
 Φυλλομετρώντας αποδοχές
και με τον φόβο να λησμονηθούμε,
 γράφουμε λόγους να ολοκληρώσουμε κενά.
 Προορισμένοι έξω απ’ την έμπνευσή μας
υποτασσόμαστε αισθητικά.
 Ω, ποίηση! Αν μας λείψεις ως προοπτική
 της εξωτερικής συμμετοχής,
δεν θα υπάρχει ολοκλήρωση.
 Στα αποκαΐδια σου ξεπροβάλλει ελπίδα
και διανοίγουν οι λόγοι ποιητικούς στοχασμούς.
Υποκλινόμαστε

 Χαθήκαμε,
 τόσο γνωστοί και ξένοι μεταξύ μας!
 Στο φόβο συνένοχοι
για μια ανάγκη υποκλινόμαστε.
Αόρατα πρόσωπα, στ’ απέραντα ψέματα
 μεταλαβαίνουμε κάλπικες αλήθειες!
Χαμένοι εραστές του αιωνίου
 σταθμεύουμε σε αχανής ορίζοντες.
 Τι ειρωνεία!
Να θεραπεύει τη νοσταλγία μας
 η εμμονή της αιωνιότητας!
 Στοιχειώνουν τα κορμιά μας
 στην λογική της γνώσης,
χανόμαστε…
 Σε μια αντίδραση οδύνης,
 στις εμμονές της σωτηρίας
μας ουρλιάζει ο πόθος.
Ατίθασοι στο αόρατο υποκλινόμαστε…
 ονειρευόμαστε τα βάθη της μοναξιάς μας,
 ύποπτα,
ξεπουλάμε τα είδωλά μας
 στην οικειότητα της ανθρωπιάς.
 Κι έπειτα;
Υποκλινόμαστε!
Συγγνώμη

 Φυλακισμένος στη δική σου συγγνώμη
 βυθίστηκα κι αυτή τη νύχτα στη μοναξιά.
Στις διαλυμένες μοναξιές
 κρατώ εικόνες που σε θυμίζουν.
 Αλλιώτικος πόνος, άγγελέ μου,
 οδυνηρός…
Πόση λύπη είχε η συγγνώμη σου, μάτια μου!
Σε ξένα μάτια έψαχνα την αγάπη,
μα η αγάπη του κόσμου φωλιάζει στο βλέμμα σου!
 Φλεγόμουν για να νικήσω τον πόνο,
 για να νικήσω την ενοχή!
 Με καταδίκασες ερήμην
 εξόριστο στην φυλακή της αγάπης σου!
 Φωτιά στη στράτα μου η σιωπή
 κρατώ την ενοχή, την μνήμη,
για σένα να απομονώνω πληγές
τις νύχτες που νοιώθεις μόνη!
 Έκανες την συγγνώμη σου ανάγκη
και σκότωσε την αυγή της ψυχής μου.
 Μα πώς μπόρεσες, με μια συγγνώμη,
να σβήσεις την ενοχή της αγάπης;
Αιμορραγούν παρήγορα οι σκέψεις μου,
 μαρτύριο ανθρώπινο
κρυμμένο σε ματωμένες νύχτες.
 Θυμώνω που με αγαπάς στην άρνησή σου
 και κρατάς συγγνώμες
 στα βουρκωμένα σου μάτια!
Ένας – κανένας

 Γονατιστός ικέτευσα, Αυτόν ,Τον μέγα Ένα,
να μου φωτίσει το σκότος του μυαλού
 για να μπορέσω, ο δυστυχής,
 να διακρίνω τις αλήθειες της ψυχής!

 Και είπα: Δεν με νοιάζει, ας γίνω κανένας…
Με αναζήτησα στα σπασμένα μου κομμάτια
 και ένοιωσα στην ερημιά της απουσίας μου
πως είμαι ο ένας.
Και ο εαυτός μου που με πονά, μου είπε πικραμένα:
 «Ο ένας είναι αυθύπαρξη, ισούται με κανένας!»

 Σαν μετανάστης βρήκα μεγάλες αγκαλιές,
 τις βάπτισα αλήθεια, να πάψω να είμαι ένας.
Σπάσαν σαν κρύσταλλα φθηνά,
 χάθηκαν μες τη φθορά
 κι έμεινα, ένας –κανένας!
Ο φόβος

 Μια ζωή στης ζωής το ταξίδι τον κρατούσα μακριά,
 αλλά ποτέ δεν θέλησα να μου φύγει,
 ήταν η μόνη μου αγάπη!
 Η δυνατή μου αγάπη, ο φόβος!
 Ο φόβος μήπως μια μέρα σε χάσω.
 Στήριζα την ζωή μου στις στιγμές
 και ήσουν εσύ οι στιγμές μου,
 αν σε έχανα, δεν θα έχανα εσένα,
 θα έχανα τις στιγμές που πραγματικά ζω.
 Είσαι ζωή που μου δίνει φως στα ταραγμένα σκοτάδι
 και γω, στην αλήθεια η στιγμή.
Στους φόβους μου γεννούσα ψέματα
 που στάλαζαν στην καρδιά μου
 παράταση ζωής!
 Επινοώ της ζωής τα γραμμένα,
 και αναρωτιέμαι…
 πόσες αλήθειες λογικής με κομματιάζουνε;
Στείρες γνώσεις σε αναμονή
 κλειδώνουν τα βήματά μου.
 Μου αρκεί ο φόβος μου,
 στον κύκλο των χρόνων του τρέχουν οι στιγμές ,
 να ξαποστάσουν γυρεύουν.
 εκεί που υπάρχουν οι…
 ξεθωριασμένοι μου φόβοι!

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Ίσα που προλαβαίνω

 Στο ρεὐμα του κόσμου, αντίθετα
 σ ’ό,τι με ορίζει, ίσα που προλαβαίνω
 κάτι να γράψω…
να σου το δώσω μοναδική μου ζωή!
Προαίσθηση συνάντησης
 στα βρόμικα πεζοδρόμια
μιας απρόσωπης πόλης.
 Εδώ σ’ αυτά τα στενά σοκάκια
 κυνηγάει ο θάνατος τη ζωή.
Ίσα που προλαβαίνω να του ξεφύγω
και του ξεφεύγω γιατί κοιτάω αυτόν.
 Σ’ αντίθετα τρένα ταξιδεύεις ζωή μου
 που συναντιούνται στον χρόνο
και νικάνε τον θάνατο μες τη ζωή!
Αντίθετοι δρόμοι και για σένα ζωή μου
 χαϊδεύεις τον θάνατο και ο χρόνος πνοή.
 Σου είμαι ευγνώμων που δεν με δικάζεις
 κι αν νοιώθεις μόνη, γυμνή στην ζωή,
 εγώ έχω φίλους που σ’ αγαπάνε,
ντύσου τον χρόνο, ο χρόνος είναι ζωή!
Άλλη μια νύχτα

 Άλλη μια νύχτα που πρέπει να ζήσω
 και να πεθάνω πριν την αυγή.
 Τούτη τη νύχτα σπαταλώ τις άμυνές μου,
λιτή ζωή μου, στην λογική του παραλόγου
 σου χαρίζω γεύμα τις ενοχές μου!
 Άλλη μια νύχτα το απρόσμενο
 με οδηγεί στο απόσπασμα.
Ασήμαντη αλήθεια, σε ανταλλάσσω
στο ψεύδος του υπάρχειν.
Απατηλές εικασίες η χαρά του πάθους,
σε ξεγυμνώνουν και σε στεφανώνουν
με τα αγκάθια του λάθους.
Ωχ! Δεν είμαι εγώ,
 εγώ είμαι το λάθος;
Όχι! Εγώ είμαι ο άλλος …
 εγώ είμαι φωτιά που καίω μέσα μου,
 καίω γι’ αυτούς που δεν αγάπησαν
 και σαν ξημερώσει,
αναγεννιέμαι στις στάχτες μου!

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Το πάθος της φυγής

 Εδώ, κάπου ανάμεσα
στα ερείπια της ψυχής μου
 λάμπουν κομμάτια της ομορφιάς σου!
 Σπασμένες μνήμες
 στο φως της ανθρωπότητας,
 ό,τι απέμεινε!
 Αποχώρησες, παίρνοντας
αυτό που είχες,
 όχι αυτό που σου χαρίστηκε.
 Μετέβης στο σκοτάδι,
για να εκτιμήσεις το φως
κι εγώ, παρόν στο μέλλον σου!

 Όλα είναι ένα λάθος
στο πάθος της φυγής!
 Μια στιγμή στο χρόνο μου
 -βούλιαξα στη σιωπή-
η απουσία σου πληγή
άγγιξες το κορμί μου!
 Μαύρο το φεγγάρι θρηνεί,
σαν μαύρο ατσάλι με πολεμά.
Δε με λυγίζουν οι θρήνοι,
 στην ψυχή μου υπάρχει ομορφιά!
 Κάθε κομμάτι συμβιβασμός,
 λάμπει στα σκοτάδια μου
το δικό σου φως!
Χρόνος

 Χρόνε, αλλοίωνα της φύσης
στην πλάτη μου ακουμπάς τη μέθη σου,
 με λιγοστεύεις.
Μου φθείρεις τη νιότη,
 την ομορφιά!
Η δύναμή σου υποβλητική
 το δρόμο μου σκιάζει.
Συγχωροχάρτια στο χρονοντούλαπό σου
οι αναμνήσεις μου…
 με πονάς!
Πώς να σε ορίσω;
Πάροικος στο παρόν τα έσχατα ζητάω!
Το κάθε λεπτό μου κάνεις παρελθόν
και συ γενάρχης του παρόντος
 με εξουσιάζεις.
Χρόνος υπάρχεις πριν απ’ το χρόνο!
Σταματημένος ταξιδευτής
 στον ίσκιο σου ακουμπάω.
Στην κόψη του παρόντος
ορίζεις το αύριο…
μου δίνεις ελπίδα – αναμονή.
 Κι αν σταματήσεις;
Θα αφήσω πίσω τη φθορά.
Θα μεταβώ στο αύριο,
που πάντα εμπρός μου είναι.
Αδιάβλητο πάθος

 Σήμερα πέταξε η ψυχή μου
στο άπειρο…
χαρμόλυπα αισθήματα
απρόσμενης παρουσίας…
 Πώς να ανατρέψω το τώρα;
 Πώς να ξεγελάσω την ψυχή μου;
Δε νοιώθω το χρόνο μου,
αληθινή χαρά η πονεμένη στιγμή!
 Αχ! Τι θησαυρό έχει η ματιά σου
 για όποιον σε νοιώθει!
Ήσουν καράβι
στα μακρινά μου ταξίδια
 και σήμερα έγινες λιμάνι μου!
Χάθηκα ακόμη μια φορά
στον ατέλειωτο ωκεανό της ματιάς σου,
χωρίς να αντικρύσω στεριά να αράξω…
 Κάθε που βραδιάζει ,
 μυσταγωγώ τα περασμένα
 και η καρδιά μου νοσταλγικά
 γυρεύει να ξεχασθεί,
σαν να μην υπάρχει!
Φυγή
 (η απολογία του τέλους)

 Τούτες τις μέρες συλλογίζομαι τη φυγή
 και μια νοσηρή δύναμη με αφοπλίζει.
 Ανήσυχος στην παρακμή του τέλους
 χάνομαι στο περιθώριο της σιωπής
 στην αθανασία των χρόνων της στιγμής.

 Καθαγιασμένη τούτη η σιωπή
 μάρτυρας στο παρηκμασμένο « γιατί» της φυγής.

 Σβησμένες εικόνες τα χρόνια του χτες,
 σκιές ψευδαίσθησης που χάνονται
στο θολωμένο παράθυρο του χρόνου.
Τούτες τις μέρες αθροίζω τις σκέψεις μου,
 εκθρονίζω το τέλος για μιαν άλλη αρχή.

 Δαπανημένες στιγμές τα χρόνια που έφυγαν,
 στο αιωρούμενο αύριο εξωθώ τη φυγή.
 Στοχαστικά τις νύχτες με παρασύρει η φυγή,
 αφηρημένα στοχάζομαι έναν άλλο δεσμό,
 μυστήριο αόρατο των δικών μου σιωπών.
Στη φυγή μου εισβάλλουν ρημαγμένες πληγές,
ξεθωριασμένα όνειρα αναμνήσεις του χτες.
Λευκή σελίδα

 Μουτζούρες σε λευκό χαρτί το χτες,
μοιράστηκα σ’ αυτά που έχασα…
Το άλλο μου μισό ασύλληπτο κακό,
 στο δρόμο της καρδιάς μου
 σκοτεινός ουρανός.
Σκιά του εαυτού μου, να χάνεσαι…
 Θύμησες, τα περασμένα παγώνουν,
κι οι αναμνήσεις πεταμένες αλήθειες
 ξεθώριασαν!
Απόψε ξημερώνει η μέρα μου
 κι εγώ αναπροσδιορίζομαι.
Θαυμάζω το τίποτα και τη διάρκειά του.
Κιτρινισμένο χαρτί το κουρασμένο χτες
αδράνησε στην μνήμη μου,
 στην λιγοστή ζωή μου!
Ξαναγεννιέμαι απαλλαγμένος
σε τόπο άγνωστο,
 εύθραυστη μοίρα το αύριο,
 λευκή σελίδα, απ’ την αρχή
να ξαναρχίσω…
Ω, ψυχή μου!

 Έκλαψα απόψε δυνατά,
σαν αναπόλησα την ματιά σου
και σκλάβωσα τη λύπη!
 Πέταξα με λαβωμένα φτερά
στην έναστρη καταιγίδα τ’ ουρανού,
για να μεθύσω στον οργασμό
των ματιών σου!
 Με τρομάζει αυτή η νύχτα!
Κάτι κρύβει…
Στους εξώστες τ’ ουρανού έστησαν χορό οι άγγελοι
 και αόρατες ψυχές χειροκροτούν μαζί τους!

 Ω, ψυχή μου!
Πόσες φορές με συντρόφευσε η σκέψη σου
στης ζωής μου το ταξίδι…
Κάθε απόβραδο στα καλντερίμια του μυαλού μου
 η σκέψη σου αναπνοή,
μου δίνεις ζωή!
 Χάνομαι…
Σκλαβωμένος μισθοφόρος της ματιά σου
 απόψε θα περιμένω στην όψη του φεγγαριού,
 εκεί που οι άγγελοι τ’ απόβραδο
γονατίζουν μπρος στ’ αστέρια
που κρύβουν τη ματιά σου.
Τις Κυριακές υπάρχω

Να δραπετεύω κάθε στιγμή
σαν να ‘ναι η ζωή μου Κυριακή!
Πολίτης του κόσμου- ταξιδευτής-
να ζω, να είμαι εκεί, που κάθε μέρα
 χαράζει Κυριακή!
Μαρτυρικός σταυρός η αναμονή.
 Μουντές οι μέρες, ανέγγιχτες,
χτυπούν στο στήθος μου το τίποτα.

 Περνούν οι μέρες νωχελικά, αλλιώτικα
 και έχω έναν λόγο της Κυριακές,
στοχαστικά τα χέρια μου να ζευγαρώσω!
 Τις Κυριακές γεννιούνται μοναχά
 τα λόγια στην ψυχή μου, κι εγώ,
 σπαργανωμένος τη φλόγα της χαράς ,
ονειρεύομαι σπασμένους ουρανούς,
βαμμένους στο πορφυρό της δόξης!

 Τις Κυριακές δεν έχω ανάγκη να σκεφτώ,
 δεν έχει θέλημα υπαρκτό κανένα η ζωή μου,
 κρατώ τον Έναν της Ζωής στην ταπεινή ψυχή μου!
Τούτο το μέρος

 Τούτο το μέρος είν’ ιερό, το νοιώθω!
 Κάθε πιθαμή την πάτησαν
 και την περπάτησαν άλλοι,
πριν από μένα τα χνάρια τους άφησαν,
 ήσυχα στους δρόμους να κοιμούνται.
 Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν,
 παίρνουν μια ανάμνηση ιερή,
ρουφούν το φως της οικουμένης
και ο νους τους καλπάζει, ταξιδεύει…
 σ’ ένα ταξίδι με οδοδείκτη την ψυχή!
Σε τούτο το μέρος είδα ζωές
στο σκίρτημα της νιότης να γελούν
 κι άλλες ζωές να φεύγουνε
στο γήρας του πικρού θανάτου,
στη δύση του ηλίου να ξεχασθούν!
Μιαν άλλη Νήσο δεν αγάπησα ποτέ,
 κι ας ταξιδεύει η ψυχή μου σ’ άλλους τόπους.
Σκοντάφτει κάθε μου βήμα στο κύμα που ξεσπά ,
με αρμύρα τούτο τον τόπο ν’ αγκαλιάσει.
Κι αν πολεμώ την μοναξιά και η φυγή με θέλει,
 παίρνω ανάσες της ψυχής ,που στο νοτιά ματώνουν,
τις κάνω εσπέριες προσευχές, δεήσεις ικετήριες
που εκφράζουν την υποταγή - με ημερώνουν.
Εκεί…

 Κλέψε μου τις στιγμές,
 αυτές που σ’ αγαπούσα,
 και κρύψτες εκεί…
εκεί που φωλιάζουν
 οι μαλωμένες ψυχές!
Να γενούν μυρίπνοα άνθη
του πάθους,
στις σμιλευμένες ερημιές
 του πόθου,
εκεί…
εκεί να τις αναζητάω…!
Αφιέρωση

Λευκό γιασεμί οι σκέψεις μου
 στην ποίηση στάζουν αίμα!
Σφίγγω στα χέρια τα γκέμια της ζωής ,
 και προσπαθώ…
βυζαίνω ένοχα στα χείλη μου
απόψε τ’ άρωμα σου!
 Λιώνω, σαν χιόνι έφηβο
 σ’ απάτητες κορφές!
Στις θύελλες αφήνομαι…
 και ξεκινώ,
 να αφιερώσω λίγες γραμμές,
για σένα, λευκή ψυχή μου…
 Θύελλα η ζωή, την είδα,
 την γράφω αναπνοή- αναπνοή!
Σε σένα χαρίζω λίγες ανάσες,
 τις άλλες τις θέλω,
 να ζω τις στιγμές που θα γράφω…
 πάλι για ’σένα!
«Κατηγορώ»
.  (Το στοργικό μου άγγιγμα, το βαθύτερο εγώ μου)

 «Κατηγορώ», τους ποιητές που βασανίζουν λέξεις.
 Ματαιόδοξοι γεννήτορες
  εκτρώνουν τις λέξεις για να…
 γεννήσουν ποιήματα,
τάχα μου…!
Και τα θεωρούν παιδιά τους,
πνευματικά!
 Έλα, Θεέ μου, σαλέψανε.
Μα, ποιόν κοροϊδεύουν;
Το εκτρωμένο που δεν ωρίμασε
 απόγνωση ουρλιάζει.
 Τι κόλαση κι αυτή,
 να θεωρούν πως δίνουν ζωή
 σε λέξεις που έχουν πεθάνει!
 «Κατηγορώ» κι εμέ, ως βλάστημο,
που αιχμαλωτίζω λέξεις.
 Πολλές φορές το ‘χω σκεφτεί,
 να σπάσω όλες τις πέννες.
 Μα, εγώ δεν είμαι ποιητής,
 ελεύθερος των ενοχών
 ξεσπώ στην εμμονή μου.
Γράφω για μένα, για την ομορφιά,
 για την αγάπη που έχει πεθάνει!  

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Λίγη σημασία

 Περνάω δίπλα σου καημένε ανθρωπάκο
 και δεν με κοιτάζεις καν,
 τι αδικία! Ίσως έχουμε τον ίδιο καημό
 κι όμως, με προσπερνάς!
Συχνά με προσέχουν βλέμματα
 που δεν με βλέπουν,
βαδίζουν στη στενή φυλακή
 της ανθρωπότητας
 ψάχνοντας λίγη σημασία,
 μαραίνονται παθητικά
 και κάπου εκεί ξεχνούν να ζήσουν!
 Καταδικάστηκες καημένε ανθρωπάκο
να προσπερνάς το θάνατο
ψάχνοντας τη ζωή,
μα η ζωή είναι αγάπη!
Κι αν η αγάπη κρύβεται
 σε ασήμαντα κορμιά;
 Κι αν θέλω να σου πω πως σ’ αγαπώ
και συ ψάχνεις την αγάπη;
 Με προσπερνάς και δεν μου δίνεις σημασία.
Τι χυδαιότητα!
Βαδίζεις μόνος, κι όμως,
 τον εαυτό σου να προσπεράσεις προσπαθείς.
Θα καρτερώ πίσω να στρέψεις
κι αν την αγάπη ψάχνεις στη φυγή,
 δεν θα τη βρεις…
σε καρτερεί σε βλέμματα
 που δίνουν σημασία!

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Μεταναστευτικές ψυχές

 Όπου κι αν γύρεις το βλέμμα σου
 σ’ αυτό το ανατολίτικο νησί
το αγκαλιάζουν μεταναστευτικές ψυχές.
 Είχαν την θάλασσα στην αγκαλιά τους
 και έχουν αλμύρα τα κορμιά τους.
Βρεγμένα κορμιά σε ξένα χώματα
ζητούν ανάπαυση και πάλι φυγή…
Υπέρμετρη μοίρα τους τάζει ελπίδα
 κι οι ενοχές πολλαπλές!

Κρατούν την μνήμη τους
 μέσα στο βλέμμα,
δεν υποφέρουν το βάρος της φυγής,
γιατί η σκέψη τους ταξίδεψε
 με τον αγέρα!
 Κοιτούν μετέωρα-δεν είναι ψέμα.

Μεταναστευτικές ψυχές
 γυρεύουν προορισμούς.
Και μένουν εδώ, σε χώμα υγρό,
 να μετρούν στιγμές,
αναμνήσεις του χτες...
Κάθε βήμα κι ένας ανώριμος στίχος,
 κάθε γωνιά και μια ξεχασμένη αγκαλιά.
 Εκτοπισμένοι στο αύριο ζουν τη στιγμή
 σε λερωμένα λιμάνια και η ζωή τους μισή!

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Αχανές ταξίδι,

 Θα ταξιδέψω, σ’ ένα αχανές ταξίδι,
 σε σκοτεινούς ουρανούς
 σε μια εσωτερική συνάντηση
 πριν μου γυρίσει την πλάτη ‘’ο άλλος’’,
 που είναι ο φωτεινός μου εαυτός.
 Για να γνωρίσω τον εαυτό μου
 κάπου, κάπου κλείνω τα μάτια
 και πλησιάζω το Θεό,
 η δίχως όρους αγάπη, η μέχρις εσχάτων ελπίδα,
 αμιγώς εραστής!
 Γράφω τους στίχους απ’ την ψυχή μου
 λόγια σιωπής…
 βαθιά ριζωμένα, κάνουνε κύκλους υποταγής.
 Χάρτινα όπλα τα λόγια μου,
 και γω, ένας κλέφτης ονείρων
 γράφοντας, ταξιδεύω για να ασπασθώ το τίποτα.
 Το τίποτα κρύβει τα πάντα, μα εγώ αγαπώ το τίποτα!
 Συνθλίβομαι σε συναισθηματικούς προορισμούς
 και τη γνώση μου πληρώνει η φυγή.
 Τρέχω, και μέσα μου μ’ ακολουθάει ‘’ο άλλος’’,
 το αληθινό μου πιστεύω,
 - το βαθύ μου εγώ -
ελεύθερος δραπέτης της δικής μου φυγής! {…….}
Ταξίδι αναμονής

 Ακυβέρνητα καράβια οι ψυχές μας,
 ζουν τις δικές τους στιγμές.
 Αλέθουν το χρόνο και προσμένουν
 να ιδιωτικοποιηθούν την αιωνιότητα!
 Άγνωστες μεταξύ τους
 σε αιθέριους όρμους
 στα λιμάνια τα’ ουρανού
 ζητούν ν’ αγαπηθούν!
 Στερημένες,
 μοιάζουν πληγωμένα πουλιά,
που ξεμακραίνουν για να σωθούν!
 Άτακτη φυγή.
Ταξιδεύουν στο μηδενικό προορισμό της αρχής!
 Εκμηδένισαν κορμιά που αναπαύτηκαν,
 απογυμνωμένα αγάπης,
 δύσοσμα, μυστήρια…
τις βλέπουν να υψώνονται
 και λιγοστεύει το παρόν.
 Κάποια μέρα και η δική μου ψυχή
 θα ταξιδέψει λαθρεπιβάτης
 σε ακυβέρνητο καράβι…
 Ένα ποίημα ειν’ η ψυχή μου
 και κάπου εκεί,
στα σταυροδρόμια των αιώνων,
 θα μελοποιηθεί!
 Ανυπόμονα, θα στήσει χορό,
 μοναχικό,
όπως και τώρα!
Τα διαμάντια του Μύλου

 Από νωρίς τραβούν το δρόμο για να βρεθώ
 -υπό του φως του φεγγαριού-
 με συναδέλφους,
 ανήσυχοι καλλιτέχνες!
 Έχει μια καθάρια ομοιότητα
 η διαφορετική προσέγγιση
 του καθενός στην τέχνη.
 Πελώριος φύλακας τούτος ο μύλος,
 στις παριές του πλαγιάζει η τέχνη
και η σκιά του,
έρωτας του θανάτου,
τη νανουρίζει!
 Φθηνή διασκέδαση, αντίστροφη
 στην αφηρημένη πληρότητα της τέχνης!
 Παράξενη σύζευξη!
Στα βλέμματά τους, που δεν μιλούν
 μα λένε πολλά,
 εγκαρτερούν το θαυμασμό
 στην σύλληψη φιλόδοξων ονείρων
 που θα γεμίσουν το κενό της τέχνης.
 Στη σκιά του μύλου μοιάζουν χαμόδεντρα
 τούτοι οι καλλιτέχνες,
 παραξενεύουν
 και επαναφέρουν την εμπειρία
 ολοκληρωμένη εντός τους.
 Κι εγώ, οργανικός θεατής,
 μέτοχος του συνόλου,
 αμβλύνω σαν ίσκιος της ζωής
 στην τέχνη του θανάτου…

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Υποσχέσεις

 Νιώθω ελεύθερος
 στην προικισμένη αιχμαλωσία
 των υποσχέσεών μου!
 Συνειδητά με κυνηγούν οι σκέψεις μου
 -ως λιγοστές πηγές-
 στην αέναη πορεία της ερήμου!

 Είναι κι αυτές οι σκέψεις
- λαμπρές υποσχέσεις-
στα ξενύχτια του μυαλού μου.
Μπερδεύονται οι σκέψεις
στον καπνό των τσιγάρων
 και κάνουν τους κύκλους κλίμακα,
-σκοτεινά πατήματα-
να ταξιδέψουν
 σε φωτεινούς ουρανούς!
 Ανελέητες νύχτες
 φαιδρές υποσχέσεις
 σε ανεκπλήρωτους προορισμούς.

 Φοβάμαι,
κι ύστερα, αλλάζω τις σκέψεις.
 Απορρίπτω το φόβο και για λίγο σιωπώ,
 το εγώ μου ολισθαίνει
 στο σημείο μηδέν
 υποσχέσεις στιγμής
για μια ζωή διαρκής.
 Και που δίνω υποσχέσεις;
 Σε μένα θαρρώ!
Υποσχέσεις σε μένα που μοιάζουν οδύνες.
Καταλαβαίνω εν τούτοις τι προσδοκώ:
 Να αγαπήσω τον κόσμο,
 στην μοναξιά του να ζω!
 Να εγκαταλείψω εμένα,
για μια υπόσχεση ζω!

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Κατατρεγμένος ταξιδευτής

  Έτσι σε βρήκα,
 στην καταδίωξη των ενοχών σου.
 Δραπέτης στην τυραννία του ενστίκτου
ζυγίζοντας στιγμές πριν απ’ το τέρμα.
 Δικαιολογώ τους φόβους σου
 που εξεγείρουν εγκατάλειψη.
Ω, κατατρεγμένε μου ταξιδευτή!
 Παλεύοντας ολέθριες αποδράσεις
 στην προικισμένη σου παρακμή
νωχελικά στοχεύεις το μηδέν.
 Συλλογικός, ανεπαρκής στο διάβα σου
 βάφεις στον χρόνο σου τις ενοχές.
 Τι παράδοξο κι αυτοί οι ποιητές!
 Ομολογούν ενδόμυχα ότι μπορούν,
 να θεραπεύσουν με τους στίχους τους
 το ηττημένο παρελθόν!
Αποσύρομαι εκτός ποίησης !
Άπατρις, σ’ ένα αντίστροφο αύριο
 στον αδιαφανή κόσμο
της εξορίας των ενοχών μου!
 Έτσι σε βρήκα, έτσι σ’ αφήνω…

Σάββατο 8 Αυγούστου 2015





ΦΑΓΙΟΥM

 Mετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Μέγα Αλέξανδρο το 332π.χ., πολλοί Έλληνες αλλά και άλλοι λαοί, εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο και παντρευόντουσαν μεταξύ τους, ή με τους γηγενείς Αιγυπτίους, διαμορφώνοντας βαθμιαία μια κοσμοπολίτικη κοινωνία, με έντονο το στοιχείο του συγκρητισμού στις παραδόσεις και τη θρησκεία.
Η αύξηση του πληθυσμού έφτασε στο απόγειό της τον 2ο μ.χ. αιώνα, οπότε και ζωγραφίστηκαν τα πορτραίτα των Φαγιούμ. Με τον όρο πορτραίτα Φαγιούμ εννοείται το σώμα των προσωπογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα μ.χ. και διασώθηκαν ως την σημερινή εποχή.
Τα πορτραίτα ανακάλυψε πρώτος ο Ιταλός περιηγητής Πιέτρο Ντέλα Βάλλε το 1615. Αυτά τα νεκρικά πορτραίτα, προορισμένα για ταφική χρήση, πήραν το όνομά τους από την όαση Φαγιούμ, στην οποία ανακαλύφθηκαν αρχικά και που βρίσκεται 85 χλμ. Νότια του Καίρου.
 Τα πορτραίτα Φαγιούμ είναι ζωγραφισμένα με την εγκαυστική τεχνική, που δυστυχώς σήμερα δεν γνωρίζουμε τον τρόπο που δουλευόταν, και είναι άριστα διατηρημένα εξαιτίας του ξηρού κλήματος της Αιγυπτιακής ερήμου. Η τεχνική αυτή προέρχεται από την αρχαιοελληνική ζωγραφική παράδοση, που συνεχίστηκε στις πρωτοχριστιανικές εγκαυστικές εικόνες της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και η μανιέρα των χρωμάτων είναι ο πρόδρομος της σημερινής αγιογραφίας, που με την τεχνική της τέμπερας αντιγράφουμε της εικόνες ή τα πορτραίτα του Φαγιούμ.
Το βλέμμα των Φαγιούμ σου φανερώνει πιο ζωντανοὺς τους πεθαμένους, ποὺ διψούν τη ζωή, από τους ζωντανοὺς που δεν την υποψιάζονται. Σου κάνουν συντροφιά και σου μιλούν εν σιγή οι απόντες. Σε ξυπνούν στη ζωή οι απ αιώνος κεκοιμημένοι.
Οι άνθρωποι των Φαγιούμ, ενώ δεν περιφρονούν την πρόσκαιρη ζωή, προτιμούν και οραματίζονται την αιωνιότητα. Είναι φροντισμένοι στην εμφάνιση, στολισμένοι, καλοχτενισμένοι και συχνά στεφανωμένοι· έτοιμοι για μία ιερή εορτή, που τελικό σκοπό έχει την επιτυχία της αιώνιας ζωής.

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Ωρομέδια εμπειρία.

Διψασμένος ταξιδευτής ενός απέραντου σύμπαντος
και απογυμνωμένος της δύναμής μου, έγειρα πίσω…
 Απέναντί μου, το εκκλησάκι του Σωτήρος Χριστού,
 πρόβαλε ως λευκή καμπύλη στα πυρακτωμένα σύννεφα
 του αυγουστιάτικου ουρανού!
Φωτεινοί αστέρες στο σκοτεινό στερέωμα
 ευγνωμονούσαν την ύπαρξή τους στην παρουσία του Ενός.
Η φύση, μέσα σ' όλη τη διακριτικότητα της σιωπής,
 όμοια αποτύπωση πηγαίας δημιουργίας
 μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυίας,
 μετείχε της αγιότητος!

 Εκτυφλωμένος από αστείρευτη κατάνυξη,
που μυστικά χαροποίησε την ύπαρξή μου,
 ένοιωσα ελεύθερος στο δικό μου προορισμό.
 Προσκύνησα την εικόνα του Ενός και η καρδία μου
απογυμνώθηκε…
Το λιγοστό φως ενός τρεμάμενου κανδηλιού,
 ως ανταύγεια του ανέσπερου φέγγους,
ακολουθούσε τους χτύπους της καρδιάς μου
και ως μάρτυρας αυθεντικής συνάντησης
 παρήγορης ελπίδας, συνοδοιπορεί φωτιζόμενο
στο σκιερό μονοπάτι της ζωής μου!
Το ταξίδι τώρα αρχίζει…
Απολεσθείσα προοπτική

 Με μάτια καθηλωμένα σφιχτά στον ορίζοντα
 μαγεύτηκα στην απολεσθείσα προοπτική των χρωμάτων
. Ο απόηχος μιας εποχής οδεύει ως κραυγή αφύπνισης
 -οδοδείκτιας πυξίδας- προς το επέκεινα
 των χαμένων μου ονείρων!
 Διέξοδος….
Το Κάλεσμα της ζωής στην κληρονομιά του θανάτου
 με μετουσιώνει σ' ένα ασύλληπτο ταξίδι αναμνήσεων.
 Στην παγωμένη ατμόσφαιρα των ημερών
 γιγαντώνεται η σκέψη μου στον αναπόφευκτο δρόμο
 που με προστάζει η μοίρα….
 Υποταγή…
 Υποτασσόμενος στο τώρα, ζω την ολοκλήρωση
 στο χρωματοστόλιστο απαύγασμα του ανέσπερου φωτός ,
 προσμένοντας η νύχτα να με τυλίξει στα σπάργανά της
 και να αναγεννήσει την παγερότητα
της αντικειμενικής μου προοπτικής.
 Προσδοκία…
Yπάρχω στο ασήμαντο τώρα και στο αύριο του χτες.
 Απάντηση στην αγωνία μου και…
στην ψεύτικη αλήθεια μου!
 Ναι! Υπάρχω…
Ξωκλήσι ερειπωμένο
( γέγονε ως επέταξας και ιδού τόπος εστί)

 Στο απέραντο ψήλο βουνό, σε βράχο γκρεμισμένο
 στέκει βουβό, καρτερικό, ξωκλήσι ερειπωμένο.
 Έχει σιμά το πέλαγος και κύματα χτυπούνε,
και με το χτύπο ψάλουνε, τον άγιο υμνούνε!

 Εκεί παπάς δεν λειτουργεί, δεν βάζει ''Ευλογημένη'
' ανθρώπων έρημος η γη κι η πόρτα του σπασμένη
. Καντηλανάφτης δεν περνά, το 'χει λησμονημένο
θυμιάμα δε μοσχοβολά, στον κόσμο ξεχασμένο!

 Μα στην αδιάφανη φθορά του χώρου και του χρόνου
Αρχάγγελος παρίσταται υπερφυώς και μόνος!
Έχει τη Θεία εντολή, τη Θεία ευλογία
 να υμνολογεί τον άγιο με θεία δοξασία!

 Μα σα βραδιάσει και χαθεί ο ήλιος απ' τη δύση,
 ένα κανδήλι καρτερεί φλόγα να δαπανήσει.
Τότε μια σπίθα φωτεινή κατέρχεται ουρανόθεν
 και το κανδήλι ιεροπρεπώς, κινείται πέρα δώθε!

 Φωτίζει την απλότητα η ζωογονούσα χάρη
 και ο άγιος φωτίζεται κρυφά μες το σκοτάδι!
 Στο πέλαγος και στη στεριά απλώνεται σκοτάδι
 και το ξωκλήσι το μικρό φωτίζεται το βράδυ!
Ο Δίκαιος
(το βουνό που αγάπησα)

 Μεγαλοπρεπής ο Δίκαιος χαίρει τη λεβεντιά του,
 Ασώματος, Λαγούδι, Ζυά, γονατιστά μπροστά του.
 Αγέρωχος σε προσκαλεί ν' ανέβεις στην κορφή του
 κι αν την πρόσκληση δεχθείς, θά 'ρθει η ανταμοιβή σου.

 Κοπιαστική η ανάβαση στα πόδια τα δικά σου,
 μα αξίζει να πεζοπορείς για τα ιδανικά σου.
 Στο δρόμο σου προσκυνητή μην πτοηθεί η ματιά σου,
 η φύση θα σε ακολουθεί που εκτείνεται μπροστά σου.

 Κυπάρισσα βαθύσκια με βράχους και χαράδρες
 απ' τη Σελλάδα θ 'ανεβείς σε πέτρες συμπληγάδες.
 Απ' την κλεισούρα θα βρεθείς σε επικλινές πεδίο
 και θ΄ αντικρίσεις το μικρό ξωκλήσι του Κυρίου.

 Κοιτώντας από κει ψηλά το πανόραμα του κάμπου
 νοιώθεις να ίπτασαι και συ στην αγκαλιά του βράχου.
Μοιάζει ως πράσινο χαλί στα πόδια σου η κτήση
 και σαν κερί φωτίζεται απ' ανατολή σε δύση.

Ο Δίκαιος αγέρωχος στέκει μες τους αιώνες
δεν τον τρομάζουν οι βροντές, τα χιόνια και οι μπόρες.
 Ολόγυρα ο κόσμος λες και έχει πλησιάσει
 σ' ευλαβικό προσκύνημα σε αυτήν εδώ την πλάση.

 Από τον Δίκαιο χαρούμενα όλα τα νησάκια μοιάζουν
 σαν διαμαντένιο στόλισμα στου Αιγαίου του πελάγους.
Μικρασιατικά παράλια, η Αστυπαλιά και η Σάμος,
 η Κάλυμνος, η Ψέριμος, η Λέρος και η Πάτμος.
Ο Φόβος του τίποτε

 Αναζητώντας την αγάπη
στις άπειρες διαστάσεις
 του θεατρίνου χρόνου
, στο άπειρο των πάντων
 πόθησα τη σιωπή μου…

 Αγάπησα το τέλος του τίποτε
 και η σιωπή μου έγινε αρχή μου!
Φοβάμαι να κλάψω εμπρός μου
 τα κρυμμένα μου αισθήματα,
 μη χάσω ό,τι κερδίσω…

 Φοβάμαι τους απρόβλεπτους,
τους παθιασμένους στο μυαλό,
 που το κολασμένο τίποτε φαντάζει
 εφαρμοστό αμάρτημα
 έρωτος κερωμένου.

Τι πρέπει να κάνω; Δε βλέπω τίποτε!
Αν πιστέψω στο τίποτε, θα γίνω «θεός»!
Τα πάντα αλλάζουν κι εγώ γελασμένος,
γονατιστός παρακαλώ το απέραντο!
 Ω! με συναρπάζει ο λόγος…
Ψάχνοντας την αγάπη.

 Θεέ μου, πόσο σιμά απ' την αγάπη περνάει ο άνθρωπος!
 Ακουμπώντας στη σκιά της πορεύεται
στο ανέγγιχτο φως της νοσταλγίας να αγαπηθεί.
 Στο θάνατό του ζει τη ζωή –μισή ζωή.
 Πορεύεται και η σκιά τον ακολουθεί.
Τι αχανές πέλαγος που είσαι αγάπη!
 Υποκρισία η σκιά σου σε μάτια κλειστά.
φανερώνεσαι και… φεύγεις ξανά!
Στα δικά μας βλέμματα ελευθερία ζητάς,
 σκλαβωμένη ελευθερία είσαι αγάπη!
 Eξαίρεση στο δήθεν κι εγώ σε προσκυνώ!
Αυτά που θέλω να Σου πω.

Τρεμάμενη η φλόγα στο κερί
 μου μένουν δυο στιγμές απ' τη ζωή.
 Όσο η φλόγα τριγύρω της
τη λάμψη θα σκορπίζει,
εγώ, Θεέ μου, μπρός τα πόδια Σου
 θ' αφήσω την ψυχή μου,
ο πόνος να απαλύνει.

 Θα Σου μιλήσω για τη βουή
 που υπάρχει στο μυαλό μου,
 για της καρδιάς το αίμα μου,
που καίει στο πρόσωπο μου.
 Για τους ανθρώπους που πονού
ν στην άγρια μοναξιά τους,
 για τα παιδιά που φεύγουνε
 πριν λάμψει η ματιά τους.

 Γι' αυτούς που κάτι προσπαθούν
ν' αλλάξει στη ζωή τους,
για καμπυλωμένα όνειρα
 που χάνονται μαζί τους.
Για όλους αυτούς που ξενυχτούν
 με τ' άγιο όνομά Σου,
για όλους αυτούς που σβήνουνε
 πριν έρθουνε κοντά Σου.

 Μα κάπου εδώ τελείωσαν
«τα θέλω και τα πρέπει»
 αυτά που θέλω να Σου πω,
 ειν' στη δική Σου σκέψη.
Το φως τώρα λιγόστεψε
και το κερί θα σβήσει
 και η δική μου η καρδιά
Εσένα θα υμνήσει.
Στο πέρασμα των πάντων

 Περαστική είναι η ζωή κι ό,τι αυτή αγαπήσει
κάποια στιγμή θα αγαπηθεί, μα πάλι θα σιγήσει.
 Περαστικοί κι οι άνθρωποι, περνούν, πατούν το χώμα,
αναπολούν τις χαραυγές που δεν έφεξαν ακόμα.

 Περαστικά 'ναι τα πουλιά, στα δέντρα στα λιβάδια
 κάνουν φωλιές και κελαηδούν, μα χάνονται τα βράδια.
Περαστικά στη θάλασσα καράβια που λικνίζουν,
 μα σαν παλιώσει το σκαρί σε πέλαγο βυθίζουν.

 Περαστικά τα «σ' αγαπώ», τα λόγια τα μεγάλα,
 οι έρωτες οι δυνατοί, τα όνειρα τα βράδια.
Περαστικά 'ναι στη ζωή φαινόμενα μεγάλα,
 η ποίηση, η μουσική, το γέλιο και το κλάμα.

 Περαστικός είμαι κι εγώ, κάποια στιγμή θα σβήσω.
 Κι αν με ρωτήσετε ξανά τι θα 'θελα να ζήσω,
με μια πνοή, με μια ψυχή γενναία θ' απαντήσω:
 Θα 'θελα να ξαναγεννηθώ, Εκείνον ν' αγαπήσω.
Ανιδιοτελής αγάπη.

Αναζητώντας στη ζωή την ανιδιοτελή αγάπη,
 συνάντησα σκιές υποκρισίας γεμάτες αυταπάτη.
Γλυκιά υποταγή η εύρεση, πυράκτωμα αληθείας,
 υπάρχει κρίση υπαρκτή, αυτής της κοινωνίας.
 Ιδιοτελής και άκαμπτη είναι αγάπη υστερίας
σπαρακτικά φιμώνεται μεγάλης ευκαιρίας.
 Στην αχαλίνωτη φθορά εκπορνευμένη μοιάζει
απόβλητη προσκαρτερεί να την αγιάσει η χάρις.
 Προσφερομένη δίδει ζωή, υπάρχει μες το χρόνο,
 δεσπόζει στο γεωγραφικό και ιστορικό μας χώρο.
 Αν την παραίνεση Χριστού όλοι δεν ασπαστούμε,
δε θα υπάρξει στη ζωή αυτό που επιθυμούμε.
Καινή εντολή εδόθηκε πρέπει να σεβαστούμε
 αυτό που είπε ο Κύριος το «αγαπάτε αλλήλους».
Σταυρωμένη ελευθερία ζητώ

 Προχωρώ ελεύθερα και έχω τη δύναμη,
το φόβο της αγωνίας μου να διακρατώ,
την έξαψη του πάθους ευεργετώ.
Σπερματικός ο λόγος και μαρτυρεί
 θυσία ελεύθερη ειν' η ζωή!
 Μαχαίρια δίστομα, ελεύθερα χτυπούν,
 πληγές ανοίγουν και με ξυπνούν.
Σπαθιά αμύνης , σπασμωδικά
με κατακλύζουν, και με χτυπούν,
με διαμελίζουν, με διαιρούν!
Θυσιάζομαι εδώ, το φόβο νικώ,
χαμένος στην αγάπη, ελευθερία ζητώ!
 Σταυρωμένα αισθήματα διψασμένα ζητούν
στις ρωγμές της αγάπης να κρατηθούν!
Ελεήμων καρδιά μου μη με μισείς,
 στις πληγές των καρφιών μου θα αναστηθείς!
Πανσέληνος

 Και ενώ το σκοτάδι διαδεχόταν το φώς της ημέρας,
 προσμένοντας εσένα, χρυσόλευκο διαμάντι τ' ουρανού,
 χιλιάδες μάτια ατένιζαν στο βαθυπέλαγο ορίζοντα
 να δουν να ξεπροβάλεις ολόγεμο φεγγάρι
 να απλώσουν λευκό πανί τα όνειρά τους.
 Γιατί - τι πιο όμορφο σ' αυτόν τον πονεμένο κόσμο;
 Μόνο η λάμψη της πανσελήνου που ζωντανεύει τα όνειρα
 και ρίχνει στη λήθη αυτό που μαυρίζει τις ψυχές
 των ερωτευμένων!
 Χίλια κομμάτια και η δική μου καρδία!
Ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων,
ως βουβός προσκυνητής σε καρτερούσα
να ξεπροβάλεις ως νούφαρο στα ιριδίζοντα νερά του πελάγους,
 να σε σφίξω στην αγκαλιά των σκέψεών μου
και να γεμίσει άρωμα η πονεμένη μου ψυχή!
Τι κι αν τριγυρισμένος από πλήθος ονειροπόλων υπάρξεων,
 πέθαινα μόνος στη μοναξιά της αγάπης μου!
 Μα σαν ξεπρόβαλες, μαγεύτηκες από τα χιλιάδες μάτια
 που σε καρτερούσαν.
Η λάμψη σου, ως πύρινη ρομφαία εμποτισμένη
με το γλυκόπικρο χυμό της αγάπης σου, με αποκοίμισε…
 Κι ήρθες στα όνειρά μου, χρυσόλευκο διαμάντι τ' ουρανού,
 και ατενίζοντας στο βαθυπέλαγο ορίζοντα των σκέψεών μου
 αναρωτιόσουν αν σ' αγαπώ…!
Όταν σου είπα πως «σ' όλη μου τη ζωή εσένα θ' αγαπώ.
 Κι αν με μισήσεις…, πάλι θα σε λατρεύω…»,
τα μάτια μου βουρκώσανε.
Κι άνθισες λουλούδι εύμορφο στα όνειρά μου
πριν το γλυκοχάραμα
 διότι τα δάκρυά μου πότισαν τον μαραμένο σου βλαστό
 και γέμισε η σκέψη μου άρωμα!
 Κι έχω στην ανάσα μου το δικό σου άρωμα!
 Μ' αυτό το άρωμα μαλάκωσα την πονεμένη μου ψυχή!
Ξύπνησα.
 Εσύ έλειπες…
Αλλά μου άφησες στη σκέψη μου τον πόνο της αγάπης
και τη λάμψη του προσώπου σου!
Τα έκανα χρώματα και με αυτά ζωγράφισα
 πάνω στην ψυχή σου
μια λέξη…
Εσύ, ο άγγελός μου!

 Πρώτη φορά νοιώθω τόσο χαρούμενος,
 τόσο ευλογημένος!
 Πάγωσαν οι σκέψεις μου και οι λέξεις
δεν έχουν πια κανένα νόημα.
Ισάξιος τόμος ουράνιας ποίησης η ματιά σου,
 κι εγώ, μυημένος ταξιδευτής, στα καυτά σου χείλη
 καίγομαι, χωρίς να τα αγγίξω!
Χαμένος στην λάμψη της ματιάς σου, προσδοκώ
 να σβήσω σαν όνειρο στη δική σου σκέψη.
Κι αν αναγεννηθώ,
θα αποθηκεύσω τη μορφή σου στην ψυχή μου,
 να με συντροφεύει στα μοναχικά μονοπάτια της αγάπης μου.
 Όταν πεθάνω, θα ήθελα να με αγκαλιάσει
 ένας άγγελος με τη δική σου μορφή
και να με οδηγήσει στον παράδεισο.
 Κι αν δεν υπάρχει,
θα είσαι εσύ ο παράδεισός μου!
 Ο άγγελός μου!
Ταξίδι, μέσα απ' τα μάτια σου!

 Στο μεγαλοπρεπή απόσκιο
 της φανταχτερής ομορφιάς σου
 -αναζητώντας το όνειρο-
 στη μαγεμένη σου σιωπή
ταξίδεψα, για να σε συναντήσω.
 Σε είδα ως οπτασία σε μεταξένια χρώματα
 απρόσιτης ανατολής!
Βουβό ερείπιο η ματιά μου,
 χαμένη στο βάθος της ομορφιάς σου,
 γονάτισε, για να σε προσκυνήσει,
 και η καρδιά μου σκίρτησε.
 Καθοδήγησε τα βήματά μου
μην τυχόν και τσακιστώ
στης μοναδικής κομψότητας την αγκαλιά σου
και ως εξουσιαστής να αναρριχηθώ
 - ως ανοιξιάτικο αγριολούλουδο-
εκεί που η ματιά σου ξεκινά
κι ας ταξιδεύω μες τα δικά σου μάτια!
Μ' ένα σου βλέμμα

 Μ' ένα σου βλέμμα έπαψα να υπάρχω
 ακραία αντίθεση ζωής και θανάτου!
 Το κοίταγμά σου με ξαναγέννησε
και αναδύθηκαν στην ύπαρξή μου
 οι αναμμένες φωτιές των ματιών σου
 που με οδήγησαν στην αιωνιότητα…
 Επικίνδυνη στιγμή!
Χώρεσε η αιωνιότητα στην ύπαρξή μου
 και το βλέμμα σου, ως άγιος μαργαρίτης
αναστάσιμης μυσταγωγίας, με μετάλαβε!
Ασύλληπτη κοινωνία!
Αν λείψει το βλέμμα σου,
 τα πάντα δεν θα έχουν τίποτε.
Δεν θέλω πολλά…
Μόνο ένα σου βλέμμα!
Τα πάντα, εσύ

 Κάθε φορά που σε κοιτώ,
 φαντάζει πρωτοαντίκριστο εικόνισμα
στα μάτια μου η μορφή σου!
Κέρωσαν τα συναισθήματά μου
στη μεγεθυντική τους μορφή
 κι η διψασμένη μου ματιά
επίμονα σε φωτογραφίζει.
 Αν ποτέ χάσω το φως μου
και τα πάντα γύρω μου σκοτεινιάσου,
θα χάσω κι εσένα;
Όχι, δε με τρομάζει η νύχτα.
 Το σκοτάδι ενώνει, αυτό που το βλέμμα διαιρεί!
Κι εσύ, θα υπάρχεις στη δική μου προοπτική.
 Στο αδιαίρετο σκοτάδι θα φωτίζεις τη δική μου ψυχή!
 Κώδικας αγάπης! Φως! Στοργή!
Τα πάντα, εσύ!
Έκπτωτοι άγγελοι!

 Το αφοσιωμένο βλέμμα των ματιών σου
 μαγνήτισε τον παράδεισο
 και άγγελος Κυρίου ξεπρόβαλε στη γη!
Στην υποτελική προσκύνηση της φύσης
 o άγγελος θέλησε να πάρει τη δική σου μορφή!
 Στους ερωτικούς λαμπτήρες των ματιών σου
αντικατοπτρίστηκε η δική του ψυχή
 και ως έκπτωτος παρέμεινε κοντά σου στη γη!
 Μακριά από τη λάμψη του παραδείσου
 έκπτωτος άγγελος ,όχι του Κυρίου,
 αλλά του σκότους και του κρύου,
περιπλανιέται πληγωμένος,
αναζητώντας να πάρει μια ανθρώπινη μορφή.
 Θέλησε τη δική σου - ως αξία αιώνια στη γη!
Δεν μπόρεσα να καταλάβω πραγματικά τι είσαι,
 έκπτωτος άγγελος ή λησμονημένος διάβολος;
Μου φτάνει που η μορφή σου είναι αγγελική!
Είσαι ο δικός μου άγγελος!
Σ' άλλον τόπο

 Περιπλανώμενος με το ολόγυμνο μυαλό μου
σαν ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές,
νοσταλγικά η ψυχή μου σε αναζητούσε…
Στο ευθύβολο συναρπαστικό φως των ματιών σου
 ηδονικά η ύπαρξή μου παγιδεύτηκε.
Στην αναμμένη φλόγα των ματιών σου
 ανάστησα την παγωμένη μου οδύνη
 και η ψυχή μου ταξίδευε σε άλλον τόπο,
 ώσπου κουράστηκες να μ' αγαπάς.
 Έφυγες για να με σώσεις…
 Όταν οι ακρωτηριασμένες μου αισθήσεις
 ξανασυναντήσουν την εκρηκτική σου ματιά,
μπερδεμένος στο δικό μου παθητικό μονοπάτι,
 θα ψάχνω τα χαμένα μου όνειρα!
Μη νοιώσεις μόνη…
Η μελωδία της ηχώς

 Απόψε δεν βγήκε το φεγγάρι,
 στης μαγεμένης θάλασσας την αγκαλιά κοιμάται.
Κι εγώ, βυθισμένος στο μεταξένιο πέπλο
 του έναστρου ουρανού,
 μεθώ με την ηχώ της άρπας του Θεού!
 Μετουσιωμένος στις μνήμες του μυαλού μου,
 αποκοιμήθηκα…
 Και ονειρεύτηκα λευκά αστέρια,
να διασχίζουν το μεταξένιο πέπλο τ' ουρανού
 και η ηχώ της άρπας τούς έδινε ρυθμό!
Ή μήπως ήταν ο χτύπος της φτωχής μου καρδιάς;
Δε μπόρεσα να καταλάβω…
 Αν ονειρευτώ την μορφή σου
 στην ηχώ της άρπας του Θεού,
άφησε τα χείλη σου να φιλήσουν
 το γαλάζιο τ΄ ουρανού
 και θα 'ρθουν σύννεφα να μ' αγκαλιάσουν!
Σκόρπισε την ανάσα σου στους αιθέρες,
κι εγώ θα τη μαζέψω.
Και θα αφεθώ στη σκέψη σου
, ώσπου η νύχτα γίνει αιωνιότητα!
 Με συντροφιά μου την ηχώ, θα πορευθώ στη νύχτα
 και θα είσαι εσύ το φως μου,
 ποτέ μου μη χαθώ….
Ένα ταξίδι τέλειωσε, χωρίς ποτέ ν' αρχίσει

 Ένα ταξίδι είναι η ζωή μου σ' αυτή τη γη που ενοικώ,
μα κι αν ξεκίνησα νωρίς, είναι γιατί πονώ!
Και μέσα απ' το ταξίδι μου ήλπιζα -αργά ή γρήγορα-
στη στράτα μου ν' αντάμωνα αυτό που αναζητούσα.
 Μα πώς να κάνω την αρχή; Ποιο δρόμο να τραβήξω;
Αφέθηκα στων αστεριών το φως να ξεκινήσω,
 μα σαν με βρήκε το πρωί είπα να σταματήσω.
Γιατί τ' αστέρια ήταν πολλά και φώτιζαν ολούθε
και η πονεμένη μου καρδιά επίμονα με ρώταγε,
ποιο δρόμο να τραβούσε;
Τότε εσύ στο δρόμο εβρέθηκες, χωρίς να το προσέξω
Κι εγώ μια σκέψη έκανα τον πόνο μου ν' αντέξω.
Άφησα πίσω μου στεριά, θάλασσα κι ακρογιάλι
και στα υπέροχα μάτια σου είπα να βρω λιμάνι!
 Τι κι αν τα μάτια σου γλυκά, χαρούμενα κοιτούσαν,
πίσω από την λάμψη τους θλίψη φιλοξενούσαν.
 Και ένωσα την θλίψη σου με τον δικόν μου πόνο
 και οι ψυχές μας δέθηκαν, μα στην πορεία εσύ έφυγες
 κι εγώ… μονάχος λιώνω.
Τι κι αν το ταξίδι τέλειωσε, χωρίς ποτέ ν' αρχίσει,
 φάρο θα 'χω τα μάτια σου, άγκυρα την καρδιά σου,
 πυξίδα την ανάσα σου και για ημερολόγιο…
 στα φυλλοκάρδια μου θα γράφω τ' όνειρά σου!
 Ως ναυαγός σε άγονο νησί θα περιμένω
 κι αν τα όνειρά σου βαρεθείς,
εγώ ως ξένος πειρατής εσένα θα προσμένω!
Το τέλος της Μυσταγωγίας

 Μυσταγωγία κλήθηκε η θεία λειτουργία
, γιατί στη σκέψη μου εσύ, δεσπόζεις «Παναγία»!
 Σαν τέλειωσα την λειτουργιά, τη μέρα του Αϊ Νικήτα,
 ο ήλιος δεν ξεπρόβαλε κι ας είχε φύγει η νύχτα.

Τους οφθαλμούς στον ουρανό έστρεψα να ρωτήσω:
 «γιατί ήλιε δεν ξεπρόβαλες, για να σε χαιρετήσω;»
 Κι ο ήλιος μου απάντησε με θλίψη και με πόνο:
 «Λάμπει αυτή τόσο πολύ, που εγώ μπροστά της λιώνω!»

 Κι εγώ ζητιάνος της ζωής το χάδι σου περιμένω,
μια αχτίδα από τη λάμψη σου να πάψω να υποφέρω.
Μα εσύ απομακρύνεσαι συνέχεια από κοντά μου,
γι' αυτό θα φύγω πρώτος εγώ, μα θα 'σαι στα όνειρά μου.

 Στην εκκλησιά εγύρισα, χωρίς να θέλω κάτι,
στη σκέψη μου σε έφερα και μου 'φυγε ένα δάκρυ!
Μες το κανδήλι το έβαλα, ποτέ του να μη σβήσει,
την οικουμένη να φωτεί, από ανατολή ως δύση!
Επιθυμία

Σπάσ' το φεγγάρι ουρανέ
 και κάντο κομματάκια,
στίχους να γράφω πάνω τους
 για τα γλυκά της μάτια.

 Κι αν κάποτε τελειώσουνε,
και περισσεύσει ένα,
ρίξε ένα αστέρι πάνω του,
για να το κάνω πέννα.

 Να γράψω κάτι ιερό,
ποτέ του να μη σβήσει,
για να υμνεί τα μάτια της
 που λάμπουνε στην κτήση.

 Γιατί σαν ήλιος καθιστός
 υπάρχει στην καρδιά μου,
 φωτίζουνε τα μάτια της
τα μάτια τα δικά μου!
Το πάθος της απαθούς ανάμνησης

 Βράδιασε,
 και η μορφή σου αγριοτριαντάφυλλο πορτοκαλή
 στο ηλιοτρόπιο της καρδιάς μου.
 Αναπόλησα,
τα βράδια που ήσουν φως στα σκοτάδια του έρωτά μου
 και η μαργαριταρένια σου ματιά μαγνήτιζε ό,τι εσύ κοιτούσες!
 Αναρωτήθηκα
αν τα χρόνια που σ' αγάπησα γίναν στιγμές,
ή οι στιγμές μαράθηκαν στη μνήμη της άσπιλης ελπίδας μου;
Πόνεσα,
υπερασπιζόμενος την ρακένδυτη μοίρα μου και τον ειρωνικό έρωτα
 που ζητιάνευα στις ονειροπολήσεις μου.
 Χάθηκα,
 στα ολέθρια συναισθήματα πηγαίων αναμνήσεων
και προσκύνησα την προσδοκώμενη εκπλήρωση των ονείρων μου.
 Ικέτευσα,
 να γίνει παρελθόν η φλογισμένη φαντασία μου
 και η νύχτα συνειδητά με αποκοίμισε.
Αναγεννήθηκα,
 σ' έναν απροϋπόθετο παράδεισο που οι αναμνήσεις και τα όνειρα
 έχουν την ίδια έξαρση- αίσθημα ματαιότητας.
Ξύπνησα,
 και η μορφή σου εφάμιλλη πνοή του παραδείσου…
 δε σου αρμόζουν χρώματα!
 Ξημέρωσε.
Η νύχτα με συγκλόνισε!
Είσαι ακόμη εδώ….
Της θάλασσας σιωπή

Αναπολώντας τις πανσελήνους νυχτιές
 βαθιές με πνίγουν σιωπές…
Ειν' αυτές οι στιγμές
 που αποκαμωμένη η ψυχή μου
 παραδιδόταν στη σιωπή του κύματος.
 Τότε που έκλεινα τα μάτια
 - αγνοώντας το αύριο-
χωρίς να ξέρω πού βρίσκομαι,
 αισθανόμουν την αύρα του έρωτα
 που με περιέκλειε στον ίσκιο του.
Σιωπή…

 Κάθε φορά που η θύμησή μου ταξιδεύει
 στα γαλαζοπράσινα νερά του πελάγους,
κάθε φορά που τα εσπέρια χρώματα
 απαθανατίζουν την ηδονή
 στην παλέτα της καρδιάς μου,
κάθε φορά που σιωπούν οι ήχοι στη θύμησή μου,
τότε ερωτεύομαι της θάλασσας τη σιωπή!
Αόρατες σιωπές-παιχνίδι αναμνήσεων-
που αναζητούν το λάθος
στο απαλό άγγιγμα της αγάπης!
 Πάθος…

 Όχι, δεν με επαίρει η σιωπή.
 Ανήσυχος περιηγητής
στα αδιαπέραστα σκοτάδια της ευτυχίας.
 Θα προσδοκώ του έρωτα την ηδονή
 στην αγκαλιά της να κρυφτώ.
 Στης θάλασσας τη σιωπή… ας χαθώ!
 Νοσταλγία…
Μεθυσμένα χρώματα

Άνοιξα τα φτερά μου να ταξιδέψω στο αύριο
 κι απαγκιστρώθηκα στην αύρα της ψυχής σου.
Μπλέχτηκαν οι σκέψεις μου
με το ουράνιο τόξο των ματιών σου
 και γέμισαν χρώματα!
 Θα απλώσω τα μεθυσμένα χρώματα των ματιών σου
 στην παλέτα της απεραντοσύνης
 κι όταν τα σύννεφα θα αποτραβούν το πέπλο τους,
θ΄ αντιφεγγίζομαι στη δική σου παρουσία.
 Αν μεθύσω, σκότωσε τη διαφάνεια της ψυχής μου.
 Και, ίσως σε αγαπήσω περισσότερο,
 όταν η ραγισμένη μου μάτια
 θα σβήνει στα δικά σου χρώματα.
Η μοναξιά των χρωμάτων

 Μεθυστικά τα χρώματα με συνεπήραν.
Ένας καμβάς σκιτσαρισμένος μπροστά μου
 -αντίθεση στην οπτική που ανοίγεται-
 στο ξεχασμένο παράθυρο της ανατολής!
 Στην ιερά παρόρμηση των αισθήσεων
 τα φλογισμένα χρώματα
 που αγκάλιαζαν το απέραντο,
 έγιναν ένα με τη διψασμένη μου καρδιά,
που αναζητούσε να ενώσει τα διεστώτα!
 Αδύνατον να με κερδίσουν απόψε τα χρώματα.
 Αλητεύει ο νους μου και η ματιά μου,
δήθεν αδιάφορα, περιφέρεται
στο περίγραμμα τ' ουρανού.
Με απογυμνωμένη θέληση εγκαταλείπω.
 Ίσως, αύριο, επιστρέψω ξανά
 στην εξόριστη μοναξιά των χρωμάτων μου!
Αναζητώντας το όνειρο


 Πολυδύναμη αίσθηση
 στολίζει απόψε την καρδιά μου,
προσμένοντας να αναγεννηθεί.
 Από τους διασταλμένους πόρους της
 ξεπετάγεται η λάμψη,
που αντικατοπτρίζεται ως ακοίμητη κανδήλα
 μιας άλλης εποχής!
Στην έκσταση του δειλινού,
στο αχανές αύριο,
ίσως η ψυχή μου ανελέητα φθαρθεί,
περιπλανώμενη για τη λευτεριά.
Θα βαδίζω στη σιωπή των ονείρων μου,
 ώσπου τις σκέψεις μου να σβήσουν
 -σαν χαρακιές στην άμμο-!
 Στη λήθη του χρόνου θα ζωντανέψουν
 τα πιο κρυφά μου όνειρα.
Όνειρα

 Αγαπημένη μου,
όταν σε γνώρισα, έκανα πολλά όνειρα,
γιατί πριν σε συναντήσω, εσύ ήσουν το όνειρό μου!
Όταν τα όνειρά μου έγιναν πάθος ασφυκτικό
 και άρχισαν να με πνίγουν,
τα έβαλα σ' ένα χάρτινο καράβι
 με την ελπίδα να με δεχθεί κάποιο λιμάνι…
 Όμως, το λιμάνι των ονείρων μου δε με δέχτηκε,
με πρόδωσε και με απέρριψε…
Το καράβι έλιωσε και τα όνειρά μου πνίγηκαν!
 Αν τα μάτια μου μελαγχολικά ατενίζουν το πέλαγος,
είναι γιατί εκεί θάφτηκαν τα όνειρά μου.
Και, επειδή τα κύματα, όπως τα όνειρα,
 έχουν κίνηση και η κίνηση δίνει ζωή,
 ζω με την προσδοκώμενη ελπίδα
να αντικρύσω ένα από τα όνειρά μου
στον αφρό των κυμάτων,
να το κρατήσω στη χούφτα μου
και τρέχοντας να στο φέρω.
Όταν στο φέρω, θέλω να το κρατήσεις,
γιατί συνήθως στα λιμάνια οι άνθρωποι
 αφήνουν τις αναμνήσεις τους
 και ταξιδεύουν με τα όνειρά τους!
 Δικό μου όνειρο και ανάμνηση
θα είναι το δικό σου λιμάνι,
 αν βαρεθείς το όνειρό μου, καταπόντισε το
να συναντήσει τα υπόλοιπα όνειρά μου
 και εσύ κράτησε την ψυχή μου!
Σαν όνειρο

 Θα ζωγραφίσω δυο κύματα στα όνειρά μου,
 να ακολουθούν τους χτύπους της καρδιάς μου.


 Κι αν κάποτε σε συναντήσω,
 -άγνωστε έρωτά μου-
θα σου προσφέρω μύρο τα δάκρυά μου,
να αποκοιμηθείς μεθυσμένος
 στην άδεια αγκαλιά μου!

 Μες το δικό σου ωκεανό,
το όνειρο ας με πάρει.
Ύστατη προσευχή,
να μη ξυπνήσω,
μη χαθείς,
μη σβήσει τ' όνειρό μου!
Στης μοναξιάς τα μονοπάτια

 Σου είπαν να κρατήσεις ό,τι έφυγε.
 Μα φάνταζε αμφίβολη ικεσία.
Σκοτάδια που σε πνίξαν
 σαν ξημέρωσε.
 Αιώνιες αγάπες που ξεχνάνε!

 Συμπόνια για κείνους που στενάζουνε
 στης μοναξιάς τα κρύα μονοπάτια.
Αναπολώντας ό,τι έφυγε κρατούν
 θλιμμένοι μες τα δύο τους μάτια!

 Οι έναστρες εικόνες του φθινόπωρου
 μοιάζουν σαν άπειρο,
 που αγγίζουν την ψυχή.
Στης μοναξιάς την πονεμένη στράτα
 ψάχνει η ψυχή ν' αγαπηθεί!

 Ανέγγιχτη η λάμψη μες τα μάτια σου,
η στράτα θα σου μάθει το γιατί.
 Γιατί φεγγοβολούν όσοι ερωτεύονται
και χάνονται στης στράτας τη σιωπή;
Ο ήχος της μοναξιάς

 Μες την απόλυτη μοναξιά μου
χαρμόλυπα φτάνουν τα όνειρά μου,
 Είν' συντροφιά στη σιωπή μου- τον ήχο της σκέψης-
 στον παγωμένο χειμώνα καρδιά μου ν' αντέξεις!
Ψυχή που πονούσες, την αγάπη ζητούσες,
 μα της νυχτιάς τ' απρόσμενο αγέρι,
την παρέσυρε…
 Κι έσβησε στον ουρανό – έκπτωτο αστέρι!
 Θα 'ναι μια αγάπη στα κρυφά όνειρά μου,
θα συντροφεύει τις σκέψεις και την πληγωμένη καρδιά μου.
Κι όταν η άνοιξη λουλούδια θα φέρει,
θα πάρει τ' όνειρο, τον πόνο , τη σκέψη.
Η ψεύτικη αγάπη τίποτε δε θα αφήσει
 και στης καρδιάς μου τον πόνο λευκός κρίνος θ' ανθίσει!
Σπασμένες σκέψεις…

 Κάποτε ρώτησα ένα καράβι αν υπάρχει ζωή
 και κείνο μου απάντησε : «αν πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός,
τότε θα καταλάβεις γιατί σε κρατά στα ζωντανά Tου χέρια»!

 Απόψε, εν ώρα απόλυτης σιωπής, τα μάτια μου,
 χωρίς να το καταλάβω,
μέσα από το θολωμένο τζάμι κοιτούσαν ανυπόμονα
 το γέρικο καράβι…
Επιβεβαίωση της ύπαρξης, σκέφτηκα!
Γεννιέσαι ακατάπαυστα μέχρι η ύπαρξή σου
 να προσκυνήσει την ανυπαρξία.

 Καθηλωμένος σε στάση ικεσίας
 ατένιζα στο πέλαγος τα σπασμένα κατάρτια του καραβιού
 να χτυπάνε αλύπητα στον αφρό των κυμάτων
 και τον ερμητικό αγέρα να παρασέρνει
τα σχισμένα του πανιά σ' ένα ταξίδι αναγέννησης,
 ακούσιας μεταμόρφωσης.

 Πανομοιότυπα συντρίμμια και η ύπαρξη της ζωής.
Υπαρκτή πληγή που ανασταίνει την τραυματισμένη προσωπικότητα
που την δεσμεύει και ανασύρει τα σπασμένα κατάρτια της αγάπης
και τα εκτοξεύει εκεί που τα συναισθηματικά ρήγματα επιζητούν,
 στην ίδια την αφάνεια,
την αναπόφευκτα απώλεια μιας άλλης αναγέννησης…

 Τι μεγαλείο η ζωή, μας χαρίστηκε η αγάπη και μεις
 ακόμη - σαν ελεύθεροι ταξιδευτές -
την περιμένουμε σ' ένα πέλαγος
επικυρωμένων ελπίδων…
Βραδινή μοναξιά.

 Βραδιάζει και η μοναξιά πλανάται στη γη.
 Σχέσεις ματώνουν και ρωτούν το γιατί,
λίγοι ειν' αυτοί που αντέχουν ακόμα.
Βρέχει και οι σταγόνες ποτίζουν το χώμα.

 Άνθρωποι στέκουν σε κάθε γωνιά
 σε δρόμους , πλατείες και σε μαγαζιά,
 έξω στη φύση ζουν μοναχοί
τρομάζουν και κλαίνε στη σιωπή.

 Τα λίγα τους όνειρα έχουν χαθεί,
 ψάχνουν για αγάπη, για φως, για ζωή,
 μα η ελπίδα πλανιέται στην προσμονή,
στα όνειρα στρέφουν την προσοχή.

 Άδειο τοπίο η πόλη ξυπνά,
κλείνουν τα στόματα δίχως μιλιά,
μέσα στο πλήθος έχουν όλοι χαθεί,
 την μοναξιά του ο καθένας ακολουθεί.
Το γλυκό μου κοριτσάκι

 Εξαρτημένος ψυχικά έσκυψα να χαϊδέψω
την ωραιότητα της ψυχής σου
 και η καρδιά μου – άγγελος της αγάπης – φτερούγησε
 στον διαφανή και αόρατο κόσμο της ύπαρξής σου!
 «Μπορείς να με ακούσεις;», σου ψιθύρισα
και σιωπούσα μαζί σου!
 Έκλαιγες…
 Στα πρώτα σκιρτήματα της ζωής σου
 αγάπησα τον απέραντο κόσμο που απλωνόταν μπροστά σου
και η ψυχή μου ζούσε την αναβλύζουσα αθωότητά σου!
Έλαμπες…
 Δραπέτης τ' ονείρου ταξίδεψα στο αύριο,
να δω ν' αλλάζει η μορφή σου, ν' ακούσω τη φωνή σου
και μετουσιώθηκα στο απαλό άγγιγμα της αγκαλιά σου!
 Δε νοσταλγώ το χτες,
 υπάρχεις στην κολακευτική ολοκλήρωση του τώρα
 και στο ασφυκτικό πλέγμα της απέραντης λατρείας μου…
 Σ' αγαπώ!
Λυπημένες χαρές

 Είναι κάποιες νύχτες ανερμήνευτες,
 θάβοντας μέσα τους καθετί σκοτεινό,
βαφτίζονται προάγγελοι,
αναδύονται και διαδέχονται χαρές
...«ημέρες γιορτινές»…
 Κι εσύ, αναγκαστικά μέτοχος
 σε μια χαρμολύπη που σου επιβάλουν να τη γευτείς.
 Όχι! Αιρετικός στα «θέλω μου», αρνούμαι…
 Θα ταξιδέψω στις δικές μου θάλασσες.
 Εκεί που η γαλήνια χαρά αγκαλιάζει την προοπτική
 και αναζωογονείται η αγάπη στην κένωση του χρόνου.
 Εκεί που η απρόσιτη πραγματικότητα δεν επιβάλλεται
 αλλά ως χαρά αναδύεται αβίαστα
 και σαν παράκληση φτάνει γονατιστή,
για να φωτίσει τα δικά σου «θέλω»,
 τις δικές σου χαρές…!
Χάνομαι σε θάλασσες βαθιές…
Στις δικές μου χαρές!
 Σ' ένα ταξίδι που μου ανήκει….

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Υπήρξες μάνα

 Αφιερωμένο στις μάνες του κόσμου.
Στην μάνα μου, που είναι ο κόσμος!

 Αναρωτήθηκα,
γιατί στων νιάτων μου των χρόνων
 δεν σε φαντάστηκα ποτέ γυναίκα;
Όπως και τώρα, έτσι και στο χαμένο παρελθόν,
για μένα, πάντα υπήρξες μάνα!
 Χαράμισες τα χρόνια σου πίκρες να ανταμώνεις…
 και ήσουνα πάντα εκεί, εκεί…
 και σε θυμόμουνα,
όταν συχνά με σκέπαζαν πίκρες και στεναχώριες.
Μα ’συ, τον πόνο έκανες χαρά
 με την πολλή σου αγάπη!

 Ήσουν παρόν κι ας έλειπες,
για όλους, πάντα μια σκέψη είχες.
 Κι όμως, τα χρόνια μας κύλισαν,
 ντυθήκαμε την φθορά τους,
πάντα για σένα μένω παιδί
που θες να προστατεύσεις,
μα στην δική μου τη ματιά
πάντα υπάρχεις μάνα!

 Το νεαρόν πίσω μου στάθηκε,
 εκφύλισα τη νιότη
 σ’ ακολουθώ και θρέφομαι
απ’ τα διδάγματά σου.

Έχεις αξία ιερή, αξία Ιεράρχη!
 Έχεις για μήτρα την ψυχή,
για άμφια την αγάπη!
Δεν σου αρμόζουν λόγια ποιητικά, το τίποτα αγγίζουν.
 Πέρα απ’ τα λόγια τα φθηνά, που σε εγκωμιάζουν,
κρατώ μια αγάπη στην καρδιά, για μένα…
υπάρχεις μάνα!

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Βυθισμένες αξίες

 Αγρυπνώ και προσεύχομαι.
 Τα δειλινά υψώνομαι
πάνω απ’ τις εξεγερμένες μου δυνάμεις.
 Στον ίσκιο τους βλέπω κάτι από μένα…
 Βυθισμένες αξίες οι εξουσίες!
 Βυθισμένη άβυσσος τα περασμένα!
 Που να με βρω, που να με ψάξω;
 Στους στίχους μου φωνάζω τα αφανέρωτα,
 μια συνεχής κραυγή οι λόγοι μου
 με φωτοστεφανώνουν!
 Βυθισμένος στο τίποτα
 στα μυστικά μου υπάρχω.
 Θα επιμείνω στην προσευχή μου
 ώσπου οι σκέψεις να σταματήσουν.
 Για μια αλήθεια κραυγάζω,
μα αυτή έξω απ’ Εσένα
 πουθενά δεν υπάρχει!



Κυριακή 2 Αυγούστου 2015



Απουσία

Κι αν σας ρωτήσουν
γιατί είμαι δακρυσμένος,
ομολογείστε άφοβα
και πέστε τους
πως αγάπησα κάτι απ’ τον κόσμο…
Κάτι…
που την απουσία του
σκεπάζουν μ’ αγάπη
χλωμές αναμνήσεις!