Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Το πάθος της φυγής

 Εδώ, κάπου ανάμεσα
στα ερείπια της ψυχής μου
 λάμπουν κομμάτια της ομορφιάς σου!
 Σπασμένες μνήμες
 στο φως της ανθρωπότητας,
 ό,τι απέμεινε!
 Αποχώρησες, παίρνοντας
αυτό που είχες,
 όχι αυτό που σου χαρίστηκε.
 Μετέβης στο σκοτάδι,
για να εκτιμήσεις το φως
κι εγώ, παρόν στο μέλλον σου!

 Όλα είναι ένα λάθος
στο πάθος της φυγής!
 Μια στιγμή στο χρόνο μου
 -βούλιαξα στη σιωπή-
η απουσία σου πληγή
άγγιξες το κορμί μου!
 Μαύρο το φεγγάρι θρηνεί,
σαν μαύρο ατσάλι με πολεμά.
Δε με λυγίζουν οι θρήνοι,
 στην ψυχή μου υπάρχει ομορφιά!
 Κάθε κομμάτι συμβιβασμός,
 λάμπει στα σκοτάδια μου
το δικό σου φως!
Χρόνος

 Χρόνε, αλλοίωνα της φύσης
στην πλάτη μου ακουμπάς τη μέθη σου,
 με λιγοστεύεις.
Μου φθείρεις τη νιότη,
 την ομορφιά!
Η δύναμή σου υποβλητική
 το δρόμο μου σκιάζει.
Συγχωροχάρτια στο χρονοντούλαπό σου
οι αναμνήσεις μου…
 με πονάς!
Πώς να σε ορίσω;
Πάροικος στο παρόν τα έσχατα ζητάω!
Το κάθε λεπτό μου κάνεις παρελθόν
και συ γενάρχης του παρόντος
 με εξουσιάζεις.
Χρόνος υπάρχεις πριν απ’ το χρόνο!
Σταματημένος ταξιδευτής
 στον ίσκιο σου ακουμπάω.
Στην κόψη του παρόντος
ορίζεις το αύριο…
μου δίνεις ελπίδα – αναμονή.
 Κι αν σταματήσεις;
Θα αφήσω πίσω τη φθορά.
Θα μεταβώ στο αύριο,
που πάντα εμπρός μου είναι.
Αδιάβλητο πάθος

 Σήμερα πέταξε η ψυχή μου
στο άπειρο…
χαρμόλυπα αισθήματα
απρόσμενης παρουσίας…
 Πώς να ανατρέψω το τώρα;
 Πώς να ξεγελάσω την ψυχή μου;
Δε νοιώθω το χρόνο μου,
αληθινή χαρά η πονεμένη στιγμή!
 Αχ! Τι θησαυρό έχει η ματιά σου
 για όποιον σε νοιώθει!
Ήσουν καράβι
στα μακρινά μου ταξίδια
 και σήμερα έγινες λιμάνι μου!
Χάθηκα ακόμη μια φορά
στον ατέλειωτο ωκεανό της ματιάς σου,
χωρίς να αντικρύσω στεριά να αράξω…
 Κάθε που βραδιάζει ,
 μυσταγωγώ τα περασμένα
 και η καρδιά μου νοσταλγικά
 γυρεύει να ξεχασθεί,
σαν να μην υπάρχει!
Φυγή
 (η απολογία του τέλους)

 Τούτες τις μέρες συλλογίζομαι τη φυγή
 και μια νοσηρή δύναμη με αφοπλίζει.
 Ανήσυχος στην παρακμή του τέλους
 χάνομαι στο περιθώριο της σιωπής
 στην αθανασία των χρόνων της στιγμής.

 Καθαγιασμένη τούτη η σιωπή
 μάρτυρας στο παρηκμασμένο « γιατί» της φυγής.

 Σβησμένες εικόνες τα χρόνια του χτες,
 σκιές ψευδαίσθησης που χάνονται
στο θολωμένο παράθυρο του χρόνου.
Τούτες τις μέρες αθροίζω τις σκέψεις μου,
 εκθρονίζω το τέλος για μιαν άλλη αρχή.

 Δαπανημένες στιγμές τα χρόνια που έφυγαν,
 στο αιωρούμενο αύριο εξωθώ τη φυγή.
 Στοχαστικά τις νύχτες με παρασύρει η φυγή,
 αφηρημένα στοχάζομαι έναν άλλο δεσμό,
 μυστήριο αόρατο των δικών μου σιωπών.
Στη φυγή μου εισβάλλουν ρημαγμένες πληγές,
ξεθωριασμένα όνειρα αναμνήσεις του χτες.
Λευκή σελίδα

 Μουτζούρες σε λευκό χαρτί το χτες,
μοιράστηκα σ’ αυτά που έχασα…
Το άλλο μου μισό ασύλληπτο κακό,
 στο δρόμο της καρδιάς μου
 σκοτεινός ουρανός.
Σκιά του εαυτού μου, να χάνεσαι…
 Θύμησες, τα περασμένα παγώνουν,
κι οι αναμνήσεις πεταμένες αλήθειες
 ξεθώριασαν!
Απόψε ξημερώνει η μέρα μου
 κι εγώ αναπροσδιορίζομαι.
Θαυμάζω το τίποτα και τη διάρκειά του.
Κιτρινισμένο χαρτί το κουρασμένο χτες
αδράνησε στην μνήμη μου,
 στην λιγοστή ζωή μου!
Ξαναγεννιέμαι απαλλαγμένος
σε τόπο άγνωστο,
 εύθραυστη μοίρα το αύριο,
 λευκή σελίδα, απ’ την αρχή
να ξαναρχίσω…
Ω, ψυχή μου!

 Έκλαψα απόψε δυνατά,
σαν αναπόλησα την ματιά σου
και σκλάβωσα τη λύπη!
 Πέταξα με λαβωμένα φτερά
στην έναστρη καταιγίδα τ’ ουρανού,
για να μεθύσω στον οργασμό
των ματιών σου!
 Με τρομάζει αυτή η νύχτα!
Κάτι κρύβει…
Στους εξώστες τ’ ουρανού έστησαν χορό οι άγγελοι
 και αόρατες ψυχές χειροκροτούν μαζί τους!

 Ω, ψυχή μου!
Πόσες φορές με συντρόφευσε η σκέψη σου
στης ζωής μου το ταξίδι…
Κάθε απόβραδο στα καλντερίμια του μυαλού μου
 η σκέψη σου αναπνοή,
μου δίνεις ζωή!
 Χάνομαι…
Σκλαβωμένος μισθοφόρος της ματιά σου
 απόψε θα περιμένω στην όψη του φεγγαριού,
 εκεί που οι άγγελοι τ’ απόβραδο
γονατίζουν μπρος στ’ αστέρια
που κρύβουν τη ματιά σου.
Τις Κυριακές υπάρχω

Να δραπετεύω κάθε στιγμή
σαν να ‘ναι η ζωή μου Κυριακή!
Πολίτης του κόσμου- ταξιδευτής-
να ζω, να είμαι εκεί, που κάθε μέρα
 χαράζει Κυριακή!
Μαρτυρικός σταυρός η αναμονή.
 Μουντές οι μέρες, ανέγγιχτες,
χτυπούν στο στήθος μου το τίποτα.

 Περνούν οι μέρες νωχελικά, αλλιώτικα
 και έχω έναν λόγο της Κυριακές,
στοχαστικά τα χέρια μου να ζευγαρώσω!
 Τις Κυριακές γεννιούνται μοναχά
 τα λόγια στην ψυχή μου, κι εγώ,
 σπαργανωμένος τη φλόγα της χαράς ,
ονειρεύομαι σπασμένους ουρανούς,
βαμμένους στο πορφυρό της δόξης!

 Τις Κυριακές δεν έχω ανάγκη να σκεφτώ,
 δεν έχει θέλημα υπαρκτό κανένα η ζωή μου,
 κρατώ τον Έναν της Ζωής στην ταπεινή ψυχή μου!
Τούτο το μέρος

 Τούτο το μέρος είν’ ιερό, το νοιώθω!
 Κάθε πιθαμή την πάτησαν
 και την περπάτησαν άλλοι,
πριν από μένα τα χνάρια τους άφησαν,
 ήσυχα στους δρόμους να κοιμούνται.
 Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν,
 παίρνουν μια ανάμνηση ιερή,
ρουφούν το φως της οικουμένης
και ο νους τους καλπάζει, ταξιδεύει…
 σ’ ένα ταξίδι με οδοδείκτη την ψυχή!
Σε τούτο το μέρος είδα ζωές
στο σκίρτημα της νιότης να γελούν
 κι άλλες ζωές να φεύγουνε
στο γήρας του πικρού θανάτου,
στη δύση του ηλίου να ξεχασθούν!
Μιαν άλλη Νήσο δεν αγάπησα ποτέ,
 κι ας ταξιδεύει η ψυχή μου σ’ άλλους τόπους.
Σκοντάφτει κάθε μου βήμα στο κύμα που ξεσπά ,
με αρμύρα τούτο τον τόπο ν’ αγκαλιάσει.
Κι αν πολεμώ την μοναξιά και η φυγή με θέλει,
 παίρνω ανάσες της ψυχής ,που στο νοτιά ματώνουν,
τις κάνω εσπέριες προσευχές, δεήσεις ικετήριες
που εκφράζουν την υποταγή - με ημερώνουν.
Εκεί…

 Κλέψε μου τις στιγμές,
 αυτές που σ’ αγαπούσα,
 και κρύψτες εκεί…
εκεί που φωλιάζουν
 οι μαλωμένες ψυχές!
Να γενούν μυρίπνοα άνθη
του πάθους,
στις σμιλευμένες ερημιές
 του πόθου,
εκεί…
εκεί να τις αναζητάω…!
Αφιέρωση

Λευκό γιασεμί οι σκέψεις μου
 στην ποίηση στάζουν αίμα!
Σφίγγω στα χέρια τα γκέμια της ζωής ,
 και προσπαθώ…
βυζαίνω ένοχα στα χείλη μου
απόψε τ’ άρωμα σου!
 Λιώνω, σαν χιόνι έφηβο
 σ’ απάτητες κορφές!
Στις θύελλες αφήνομαι…
 και ξεκινώ,
 να αφιερώσω λίγες γραμμές,
για σένα, λευκή ψυχή μου…
 Θύελλα η ζωή, την είδα,
 την γράφω αναπνοή- αναπνοή!
Σε σένα χαρίζω λίγες ανάσες,
 τις άλλες τις θέλω,
 να ζω τις στιγμές που θα γράφω…
 πάλι για ’σένα!
«Κατηγορώ»
.  (Το στοργικό μου άγγιγμα, το βαθύτερο εγώ μου)

 «Κατηγορώ», τους ποιητές που βασανίζουν λέξεις.
 Ματαιόδοξοι γεννήτορες
  εκτρώνουν τις λέξεις για να…
 γεννήσουν ποιήματα,
τάχα μου…!
Και τα θεωρούν παιδιά τους,
πνευματικά!
 Έλα, Θεέ μου, σαλέψανε.
Μα, ποιόν κοροϊδεύουν;
Το εκτρωμένο που δεν ωρίμασε
 απόγνωση ουρλιάζει.
 Τι κόλαση κι αυτή,
 να θεωρούν πως δίνουν ζωή
 σε λέξεις που έχουν πεθάνει!
 «Κατηγορώ» κι εμέ, ως βλάστημο,
που αιχμαλωτίζω λέξεις.
 Πολλές φορές το ‘χω σκεφτεί,
 να σπάσω όλες τις πέννες.
 Μα, εγώ δεν είμαι ποιητής,
 ελεύθερος των ενοχών
 ξεσπώ στην εμμονή μου.
Γράφω για μένα, για την ομορφιά,
 για την αγάπη που έχει πεθάνει!