Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Στα καλντερίμια τ’ ουρανού

Εκεί, στα καλντερίμια τ’ ουρανού
 που ο θαυμασμός γεφυρώνει τις ταραγμένες ψυχές,
 εκεί, που η αστροφεγγιά μυρώνει
 την μοναξιά της αγάπης της,
δραπετεύουν τα όνειρα να αράξουν
 στο βάλτο των παθών.
 Καμιά διαφυγή!

 Ταξιδευτής στα καλντερίμια τ’ ουρανού
 εκεί που σκοντάφτουνε τ’ αστέρια,
 υφαίνω την ελπίδα μου
για να βρεθώ -χωρίς πνοή-
 στα αρμυρισμένα κύματα,
στου φεγγαριού τα χέρια.

Ταξιδευτές στα καλντερίμια τ’ ουρανού,
ενίοτε, αισθάνομαι πειρατής
που ακονίζει το σπαθί του να μαγνητίσει
 τις διαμαντοστολισμένες αστραπές του δειλινού!
 Σφραγισμένα τα μάτια,
 πλημμυρίζουν διλήμματα
και ένοχα βυζαίνουν την πνευματική
κληρονομιά της ανθρωπότητας!
Άρτιο δώρο

Θέριεψε απόψε ο ουρανός,
 αραξοβόλισε στη στράτα του ολόγεμο φεγγάρι.
Αμφίδρομα τα σύννεφα το προσκυνούν
 και το ιππεύουν δώρο να μου το στείλουν,
 -σαν κάτι απόψε να γιορτάζω-.
 Σαν οπτασία, σαν αστραπή,
σαν αλειτούργητη ευχή που ταξιδεύει λυτρωτικά
ν’ αναπαυτεί στ’ άρμενα των αιώνων.
Απλώνω τα χέρια μου και τ΄ ακουμπώ
 ουράνια οπτασία,
 δώρο γλυκό σαν προσευχή,
που γεφυρώνει τους χτύπους της καρδιάς μου
 κι απόψε γεμίζει την άδεια μου ζωή!
Στέκω γυμνός στο κάλεσμα,
στο μάγεμα τ’ απείρου
κι είν’ οι ευχές σας πινελιές
 στον πίνακα του κόσμου.
Άρτιο δώρο -γοητευτικής αθωότητας-
 που ακουμπά εσάς που αγαπάω!

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Εξομολόγηση

 Υπάρχουν στιγμές που η ψυχή μας πονά
κι είναι οι ενοχές κύμα αλμυρό.
Αόρατοι θεατές του εαυτού μας
ψηλαφούμε την τύχη παιδαριωδώς
και στην αναγέννηση υπολογίζουμε αξίες.
Μοιάζει η καρδιά μας γη που διψά
και θλίβεται, γεννιέται, πεθαίνει
απέναντι στο αόρατο βρίσκεται μεθυσμένη.
 Μοιάζουμε βάρβαρα φαντάσματα
 στην αστείρευτη πραγματικότητα του χρόνου.
 Εξομολόγηση, δικαίωση των ενοχών!
 Πρόφαση για σπαραγμό ζητούμε συγχώρεση,
 καθάριο φως μας προσπερνά και χάνεται
 σκιώδεις εικόνες ηθικής στα βλέμμα των άλλων.
Διεφθαρμένοι σε μια αέναη ροή ηθικής παρακμής
 εκδικούμαστε των κενών μας το εφικτό.
Στην άρνησή μας να ταπεινωθούμε, ναυαγούμε.
Παντοδύναμε, ελέησόν μας!

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Πνιγμένες κραυγές

 Χρόνια βασανίζω τη συνείδησή μου
 στο αδιανόητο μεγαλείο της ποίησης.
Υποταγμένος στην αιωνιότητά μου
αρδεύω ματαιοδοξία
 να ευφρανθούν οι οδύνες μου!
 Στον αμφίβολο σπαραγμό μου
διατυμπανίζουν ενοχές,
 πνιγμένες κραυγές…

 Στη σκιά του Γολγοθά μου ζητώ συχώριο,
είμαι ο εκλεκτός αλλά μου λείπει η χάρις!

 Πνιγμένες κραυγές εγκλωβισμένες σε λέξεις
 γυρεύουν ανάσταση απ’ τα υπόγεια του Άδη.
 Κραυγές που διαιωνίζουν τη μνήμη…
Διαποτισμένες αλήθειες με ερημώνουν!
 Κι όμως… συνεχίζω να υπάρχω!
Υπάρχω στις επιλεκτικές μου κραυγές
 και συλλογίζομαι την άρνησή μου να σιωπήσω,
μα με τις κραυγές μου αγγίζω το Θεό!
Διακηρυγμένες σιωπές

 Πόση ψυχή να ξοδέψω για ό,τι αγάπησα
στις διακηρυγμένες σιωπές του λόγου;
 Έχουν ένα λευκό ένδυμα αυτές οι σιωπές,
νέφος σκιάς, σπερματικό όνειρο
στο ιδανικό τέλος του υπάρχειν…

 Δεν υπάρχει μοναξιά στην σιωπή,
τη συντροφεύει η ορμή της στιγμής…
 γεύμα ανέραστο που ενεργεί ασφυκτικά
 το ψιθύρισμα τ’ αγέραστου ανέμου,
 στη διατήρηση του θανάτου.

 Διακηρυγμένες σιωπές με πολεμούν,
 κλειδώνουν αγάπες που λείπουν
 σ’ αναστημένους ουρανούς.
 Στη μοναξιά που με κρατούν
 ζω τη στιγμή στη νοσταλγία της σιωπής!

 Νοσταλγικές ερωτικές οπτασίες
 στην αέναη επιδίωξη της ζωής!

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Μνήμες βλεμμάτων

 Βαθιά θάλασσα τα μάτια μας
 που μέσα τους κυματίζουν αδυσώπητες μνήμες.
 Έχει ένα βλέμμα αβεβαιότητας τούτη η ανθρωπότητα.
 Έχει υφασμένο το «εγώ» των αναμνήσεων
 κι είν’ αμείλικτο το μαστίγωμα της ψυχής μου
 κάθε φορά που αυλακώνει το μυαλό μου
το τρισύλλαβο «μνήσθητι»…
 Θυμήσου!

 Και τι να θυμηθώ; Ω, ναι! τον άνθρωπο!
 Ο άνθρωπος!...Και τι είναι ο άνθρωπος;
 Στοχευόμενη μονάδα στη μάζα της κοινωνίας
 που θαρρεί πως ζει ευτυχισμένος μες σ’ ένα ψέμα.
 Διαιρεμένος σε πλασματικά πάθη
 παλεύει για αυθύπαρξη
 και εξωθεί τη ζωή του σ’ ένα μοιραίο,
 μοναχικό τέλος!

Μνήμες βλεμμάτων προβάλουν ως κόσμημα
στις διαβεβλημένες συνήθειες των καιρών,
 με γοητεύουσα στοργή και ευμορφία,
σκορπούν το άρωμα της αγάπης τους στην οικουμένη!
 Και μόνο με τη μνήμη κάποιων βλεμμάτων
 μπορώ να προχωρώ, χωρίς φόβο,
στον άγνωστο πολυκύμαντο ωκεανό της ζωής!
Αχ, Θεέ μου, πόση μοναξιά χρειάζεται να ξοδέψω,
για να διαρρήξω τις συνδέσεις με το παρελθόν μου;

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Τ’ ανείπωτα όνειρα

 Σε μια παράλληλη σκέψη
όταν τα βράδια μας κουραστούν
 κράτα αυτές τις σκέψεις, μάτια μου,
 και μη μιλάς…
 Ακρωτηρίασε τις ηδονές η νύχτα
 κρυμμένες στην ντροπή.
Νοτισμένο αγκάθι το κορμί σου
 αιμορραγεί στα εχθρικά σου όνειρα.
Πρόσμενε τ’ ανείπωτα όνειρα
που σαν λυχνοστάτης θερμαίνουν
 τα ευφρόσυνα περασμένα.
Ανείπωτα όνειρα που τ’ αγλαΐζουν Νεράιδες
στις χρυσοφτέρωτες νύχτες
να σ’ ακουμπήσουν γυρεύουν!
Και γω, πειρατής στης ψυχή σου το ανθονήσι
ξοδεύω άσκοπα τις νύχτες μου
 αγκαλιάζοντας του χρόνου ερείπια,
μπας και κλέψω « τα λείπω» που ξεμακραίνουν…
Άναψε ένα τσιγάρο να ’χεις παρέα
 και ρούφα της ζωής « τα λείπω»…
 και σαν ξημερώσει,
 ονειρέψου τις ώρες που στην απουσία σου με καταδιώκουν…
Η γειτονιά μου

Χρόνια υπάρχει στην γειτονιά μου
 η στέγη του κόσμου,
ο ίδιος ουρανός!
 Έχουν τα σπίτια τα χρώματά του
 και η αυλές μας φαντάζουν λευκές
 -σαν χειμωνιάτικα σύννεφα-
 λερωμένες με την αθωότητα της νιότης.

 Την γειτονιά μου, την καθαγίασαν τις νύχτες
 τα ασφυρηλάτητα όνειρα της ζωής,
 η αθωότητα της αγάπης
κι είν’ η ανάμνησή τους διαχρονικές μελωδίες
στις ματωμένες ψυχές μας
που παρεπιδήμησαν σε άλλους προορισμούς!

 Στη γειτονιά μου θα ξαναγυρίσω
 και θα προσμένω τις νύχτες το λευκό
ως σιωπηλός ενοικιαστής των ονείρων!
 Στης ατμοσφαιρικές μυρωδιές των κήπων
ως μοναχικός εραστής της νιότης
 θα αγκαλιάζω τα εφήμερα αύριο!

Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Μοιράστηκα

Σε δυο αιώνες μοίρασα ολάκερη τη ζωή μου,
ο ένας με ώθησε κι ο άλλος με κατατρώει
και ταξιδεύω στις ράγες του χρόνου,
άπατρις!
Μοιάζω σαν καταδικασμένος ένοικος
που χρέη κουβαλά και κρύβεται…
που έκανε τόπους γειτονιές και δραπετεύει νύχτα.
Μοιράστηκα στο πριν και στο μετά απόθεμα,
δικαίωση που διαιρεί τα πάθη.
Το παρελθόν μου έκλεψε την ανεμελιά,
τη νιότη απ’ το κορμί μου
κι ο ενεστώτας μου χάρισε ασύμβατη
σοφία στην ζωή μου.
Μοιράστηκα σε δυο αγκαλιές να μάθω την αγάπη,
φιλόστοργη της μάνας η πρωτιά
και η άλλη αγκαλιά του κόσμου η απάτη.
Μοιράστηκα σε αθεράπευτους πειρασμούς
και αντιστάθηκα εκεί που τερματίζουν οι οδύνες,
ελεύθερος να αντικρύσω την μηδαμινότητά μου.
Μοιράστηκα σαν γόνιμη ευχή που πόνους θεραπεύει
και συνεχίζω να μοιράζομαι
σαν μάνα τ’ ουρανού αξόδευτο,
-διανεμημένη τροφή-
να κεραστούν εφήμερα διαβάτες πεινασμένοι!

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

Εκφυλισμένη αυταπάτη

Και πίστευα πως έχω χρέος ιερό
τον τόπο που με θρέφει να προσκυνώ,
μα, εγώ θρέφω τούτο τον τόπο
με τις σάρκες της ψυχής μου.
Λανθασμένη ευλάβεια
στον αναστεναγμό της εγρήγορσης,
της εκφυλισμένης αυταπάτης
που λεηλατεί τα αδιέξοδα.
Το να απουσιάζεις απ’ την ζωή σου
είν’ το εδώ μικρογραφία θανάτου!
Η αναμονή μου είν’ αμαρτία που με λερώνει
και μ’ οδηγεί στο πουθενά!
Τόσα αδιέξοδα γίνανε δώρα
δράση στον πόλεμό μου
που με φίλεψαν μολυσμένη διάρκεια!
Χαρίζομαι καταστροφή στον όλεθρο,
γκρεμίζομαι κάποιες νύχτες μοναχικές
και με διακριτική σεμνότητα
μου χαρίζω την αιωνιότητα!

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Μια λέξη

Ανάλαφρα κυμάτισε η ανάσα μου
την τελευταία προσευχή
κι ο αγέρας την παρέσυρε
σε άϊσκιο ουρανό.
Ήταν μια λέξη αυτή η προσευχή,
μια λέξη απ’ το παρελθόν
που μου σιγόκαιγε τα χείλη,
μια λέξη που απ’ τ’ ατέρμονο παρόν
εκύλισε στης σιγαλιάς το μέλλον!
Μυρώνει τα χείλη μου τούτη η λέξη,
σαν νέκταρ θεϊκό,
και κάθε που η ανάσα μου την ακουμπά,
φωτίζει της ψυχής μου την σκοτεινιά.
Αχ αυτή η λέξη!
Λάμπει σαν φάρος στην μνήμη μου
και με ξαναγεννά.
Νιώθω να λάμπω σαν φωτοστέφανο
σε τοίχο έρημης εκκλησιάς!
Την είπαν ύμνο σε βίβλο ιερό
και έχυσαν το αίμα τους οι Μάρτυρες για δαύτη!
Είναι μια λέξη μοναδική
που κάρφωσε τον αναμάρτητο σε φοβερό σταυρό.
Είναι μια λέξη που μου αρμόζει, νομίζω,
είναι μια λέξη που αντηχεί στον ουρανό
είναι μια λέξη…
ΑΓΑΠΩ!
Ξενιτιά

Η μόνη παρηγοριά στα όνειρά μου
τις νύχτες που οι πληγές μου κοιμούνται,
για ό,τι μ’ αγάπησε, τα αναπάντητα «γιατί»,
γιατί να σε επιλέξω;

Και τα θυμάμαι ακόμη, κι είναι στην μνήμη μου
σαν γράμμα ξεχασμένο, κιτρινισμένο.
Θυμάμαι, μου χάραξαν δρόμο στη ζωή
και μ’ έφερε κοντά σου.
Νιώθω σταματημένο το χρόνο να μου βαραίνει τους ώμους.
Με έχεις κουράσει και ψάχνω την ίδια μου την ζωή
στα σκοτάδια της παγωμένης χαράς.
Δεν θέλω να υπάρχεις! Κι όμως,
σε νιώθω αγκάθινο στεφάνη πλασματικής αγάπης!
Πέρασε χρόνος ικανός δολοφονώντας ελπίδες
τις νύχτες που ’χα προσκέφαλο
-τον κιτρινισμένο απ’ τον καπνό των τσιγάρων-
τοίχο στην κάμαρή μου.

Με ρήμαξε τούτη η ξενιτιά, γέρασε το μυαλό μου!
Στις ανάσες της μοναξιάς μου
φλερτάρω την αποτυχία της ζωής
για να πετύχω τη ζωή που μου ’κλεψες…

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Κληρονομιά

Ακροβατώ στην κόψη των λέξεων
-κληροδοτήματα στην ανθρωπότητα-
και με μεθά η νικοτίνη που έχουν εμποτισθεί.
Με πνίγει ο καπνός των τσιγάρων
μα ειν’ συντροφιά μου στην κάμαρά μου.
Φτερουγίζουν οι λέξεις, ελευθερία ζητούν
και 'γω, ανήμπορος να πετάξω
πρέπει να βιαστώ, πρέπει να γράψω,
να τις αφήσω κληρονομιά.

Οφείλω έναν ύμνο για τα γραφόμενά μου,
να αναστήσει εμένα όταν χαθώ!
« Άγνωστος καλλιτέχνης», θα πουν…
«τον παρέσυρε η παρακμή του πλήθους…»
Κληρονομιά μου στο επέκεινα
θα μοιάζουν οι στοίχοι μου
ύμνος στην ανυπαρξία.
Τι ειρωνεία,
να είμαι ευλογημένος στην καταδίκη μου!

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Κάθαρση

Αδειάζω τις μουτζούρες του μυαλού μου,
αποδεσμεύω ενοχές, μα πάλι κάτι μένει.
Πεισματάρικα τούτα τα λόγια,
βουλιάζουν μέσα μου να καθαρθούν.
Βαρέθηκα όλα τούτα τ’ αδύναμα,
τα σκοτεινά πρωινά τ’ ασήμαντα ,
που μου αιχμαλωτίζουν το « τίποτα»,
των πράξεών μου το «ποτέ».
Κι είν’ το μυαλό μου ολόγυμνο,
μουτζουρωμένο κάλπικες ενοχές
που ανάβει μέσα του ακόμη η φωτιά
που καίει τις θύμησές μου!
Μνήμη θανάτου σε μαύρο φόντο
κάτω από καπνισμένες τοιχογραφίες
τα κρίματά μου ζητούν την εξιλέωση!
Έκθαμβα απομεινάρια τούτες οι ενοχές,
στις αγρυπνίες της ζωής
ζητούν την κάθαρσή τους. .

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Εφύμνια, πριν την μετάβαση

Χρόνια τώρα ζω στα στενά όρια της φυλακής μου!
Ακονισμένα μαχαίρια τα χρόνια μου,
σε ξένο τόπο νιώθω ξένος.
Μονολογούσα στον εαυτό μου
-χωρίς σκοπό- να νοιώσει τον κόσμο,
να τον ακουμπήσει, να τον κρατήσει…
μα ο κόσμος άκοσμος, μοναχικός,
βυθισμένος στο έρεβος της ανυπαρξίας του…
Κι έμεινα εδώ, στα χρόνια που πέρασαν,
αφοσιωμένος για τους άλλους να ζήσω.
Δίχως αέρα ανάσαινα τη ζωή,
κοιτούσα εμένα στα μάτια
και δεν έβλεπα την ψυχή μου να σφαγιάζεται!
Πότε κλαίω, πότε θυμώνω με τον εαυτό μου
και σπάνια λυπάμαι για μένα.
Λυπάμαι τους άλλους που δεν υπήρξαν ποτέ.
Χάθηκαν στην μετάβαση,
εκφυλίστηκαν σε ελεύθερα ψεύδη
για να γιατρέψουν τον πόνο.
Νεοφώτιστοι στην ακόρεστη μοναξιά τους,
προβάλλουν εφύμνια ελπίδα…
μετάβαση,
στον αναστεναγμό της ρουτίνας
στο είναι της ηδονής,
στο τέλος του άγνωστου!
Σιωπή…

. Πάει καιρός που σταμάτησα
να μετράω σιωπές,
εξάλλου όλη μου η ζωή είναι μια σιωπή!
Η σιωπή περιέχει υλοποιημένες σκέψεις,
κάλπικες γνώσεις που αγνοούμε
επικαλυμμένες αλήθειες
χαραγμένες σε Βίβλο Ιερή!
Μετρώ τις στιγμές που σιώπησα…
Μα, πάντα σιωπούσε η καρδιά μου
όταν στο βάθος της βούλιαζαν
ακατέργαστα λόγια της γυμνωμένη αλήθεια!
Ψάχνω πάντα κάτι να πω που θα ’ναι
πιο ώριμο απ’ τη σιωπή!
Ένθεος εραστής του μυστηρίου
ακολουθώ πειθήνια το ηχόχρωμα
που ματώνει τα χείλη μου πριν μιλήσουν.
Αντιδονεί τη σάρκα μου ο ήχος της σιωπής,
τα νεκρωμένα λόγια μου βροντοχτυπούν,
μεθούν και χάνονται να ακουσθούν
στο αμίλητο μνημείο της σιωπής!

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Διεστώτα

 Σταυρώνομαι κι εγώ αυτή τη μέρα.
 Ανοίγω τα χέρια μου και γίνομαι Σταυρός,
 τα προεκτείνω να αγκαλιάσω τα διεστώτα!
Τινάζω τα δάχτυλά μου φοβούμενος την έκπτωση
 και βάφω με το αίμα μου την ανατολή
που δύουν οι υποσχέσεις!
Θωρώ το κορμί μου που σηκώνει τον δικό του Σταυρό,
 άχρωμο σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία
 και ντρέπομαι να μιλήσω, ‘η κάτι να απαιτήσω,
ασυνεχείς στιγμή η συνύπαρξή μας
 σ’ έναν ανυπόφορο κόσμο,
υπέρβαση στο ασυμβίβαστο.
Κουβαλώντας τον δικό μου Σταυρό,
για όλα αναρωτιέμαι:
 Πού πήγαν οι φίλοι που μας ραντίζουνε θάνατο;
 Πού πηγαίνουν τόσοι ανεκπλήρωτοι έρωτες;
Που στέκουν οι αγάπες που μείναν στις υποσχέσεις;
Πού ταξιδεύουν τα χιλιάδες ‘’σ’ αγαπώ’’ που γίναν μίση;
 Που καταχωνιάζονται τα όνειρα που σβήνουν;
Ίσως ταξιδεύουν στην αμαξοστοιχία των αιώνων
για να συναντήσουν τον δικό τους παράδεισο.
Κι αν δεν υπάρχει γι’ αυτά παράδεισος;
Αλλοίμονό μας!
Θα μας καρτερούν μαινόμενα στην αρχή του τέλους!
Βασανιστικό πάθος ο πόθος της προσμονής
 σαν ξύλινος Σταυρός στις δικέ μας πλάτες!
Και τι μου λείπει;

 Μου λείπει αυτό το ‘χτες,
 που ντύθηκε τις μνήμες
 και περπατάει ανάποδα
 σε διψασμένο χρόνο.
Παρόλο που φοβάμαι,
ανασαλεύομαι,
 θαρρείς το σήμερα ακουμπά
 σε ματωμένη λόγχη!
Στο πρόσταγμα των χρόνων
 λημέριασε η σκέψη μου
σε φωτεινά υπόγεια.
Δεν το μπορώ το σήμερα,
 ό,τι αγάπησα και μίσησα,
 γίνηκε εικόνα βυζαντινή
 σε ξεχασμένο τοίχο!
Στο έωλο παράθυρο του χρόνου
 οι άνθρωποι μοιάζουν πουλιά
αποδημητικά που τους φοβίζει ο δρόμος.
 Δυο νοσταλγίες ειν’ η ζωή
που η μια ξώμεινε πίσω,
εγώ κρατώ τη δεύτερη
 να βλέπω τι μου λείπει.
 Και τι μου λείπει;
Μια Ανάσταση σαν αστραπή,
κόκκινη σαν το αίμα…
κι ύστερα;
Ας νοσταλγώ πάλι το ‘χτες!
Ψάξε με

 Πέρα μακριά σε αιμόφυρτες ανατολές
ξυπνούν ελπίδες και προσμένουν
ξένες αγκαλιές!
Εγώ είμαι ποιητής της λησμονιάς,
με ηδονίζει η φθορά, γιατί αυτή με θρέφει,
 μου τρώει σκέψεις απ’ το μυαλό
 και με ξαναζωντανεύει!
Θα πάρω το χρώμα της ανατολής,
 αστείρευτος μες το κενό
να βάψω λευκές σελίδες…
Ψάξε με,
να ζωντανέψει η ποίηση
 στο περιθώριο των γραμμών
 που ακόμη δεν έχω γράψει.
Ψάξε με, δεν έχω πλέον τόπο!
 Όταν για ελπίδες γράφω συχνά,
 μόνο ένα πράγμα μ’ ανησυχεί
ο φόβος της ελπίδας!

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Αντέχω

 Εγώ, ζωή μου, γεννήθηκα ορφανός,
 με θήλασαν ξένα στήθη!
Την γέννησή μου,
την στιγμάτισε η φθορά
που πνίγεται στον χρόνο!
Εγώ, χρόνε, δεν σε προκαλώ,
 αντέχω και στα τίποτα,
 μα, αν τύχει ποτέ και με συναντήσεις,
 να με ακουμπήσεις στην πλευρά της ζωής,
 εγώ αντέχω τον πόνο στη χαρά της ψυχής!
Αντέχω, σε έναν κόσμο ουδέτερο
και το ότι ζω, είναι χαρά.
Το ότι δεν μπορώ να εκφραστώ
ελεύθερα στην χαρά,
 ε. αυτό είναι ο πόνος!
Νοιώθω ευγνώμων στη χαρά
που μου ‘φερε ο χρόνος.
 Αντέχω…
 Ξεριζωμένος ποιητής σε κόσμο ηττημένο
 ξόδεψα τις αξίες μου
 -σε πληρωμένες αγρυπνίες-
άπειρων προσευχών!
Ίσκιος ονείρων η ζωή βαραίνει πια
 και… χάνεται στο χρόνο…!
Ομολογία ζωής

 Ζω τη χαρά πως κάποιος μ’ αγαπάει,
ακραία μορφή ορθόματος της ανθρωπότητας!
Υπάρχω στο τώρα, στην ηχώ της χαράς
 που διαστρέφει τις ενοχές του παρελθόντος.
 Μοιράζομαι απ’ το πριν και το μετά
 στην διαρκή στιγμή του τώρα,
σε μικροσύνολα πραγμάτων που μου δίνουν τη χαρά.
Περιστασιακά ζω τη ζωή στην έκρηξη του πάθους,
 χάνω και χάνομαι απ’ τη ζωή… και ανατέλλω
 άψυχος ναυαγός στον ατελεύτητο θρήνο της λύπης.
Ζω τη χαρά πως κάποιος μου μιλάει,
 και αν οι λέξεις τελείωσαν,
είναι γιατί ακολουθούν λόγια της λύπης,
καταραμένα χάδια στα κουρασμένα όνειρά μας!
 Μα, εγώ, ζω τη χαρά! Ζω τη χαρά πως κάποιος μου χαμογελάει,
γλυκό συναίσθημα τρυφερής αγκαλιάς
 που ακόμη δεν άγγιξα… ονειρικά αγγίγματα
 σε μουσκεμένους χάρτες που μας ποτίζουν ζωή!
Ζω τη χαρά γιατί με φλερτάρει η ελπίδα,
 ανεκτίμητη πηγή προσδοκίας , λευκός ήλιος
 που με κρατάει ζεστό τις σκοτεινές νύχτες
που με παγώνει η κουρασμένη απ’ τον πόνο αγάπη!
 Ζω τη χαρά «ἐν ἀκινήτῳ πίστει»,
 καθηλωμένος στήνω χορό με τη χαρά αντάμα,
και με δυο λέξεις σιωπηλές ομολογώ για πάντα:
 Δεν σε φοβάμαι βρε ζωή,
σε έζησα και αγαπώ τον θάνατο
 και περιμένω να μου ρουφήξει ό,τι αγάπη μ’ απόμεινε,
να την κρατήσει αγκαλιά σαν την αγκαλιά που δέχτηκε
όποιος αγάπησε πραγματικά και πέθανε για πάντα!