Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Ακύμαντο πάλεμα

 Προσπαθώ να χωρέσω μεσ’ τα ποιήματά μου
 ολάκερη την ανθρωπότητα,
 τους νεκρούς που σίγησαν
 και αυτούς που δε γεννήθηκαν!
 Εκστατικός εραστής της απολύτρωσης
 περιφρονώ με τρόμο το απόλυτο τίποτε
 και με ηδονή αγγίζω τα δύο για πάντα άκρα!
 Ακύμαντο πάλεμα τα λόγια της ποίησης,
 φυτρώνουν στο μυαλό μου τα λόγια
που ουρλιάζουν στην ανθρωπότητα!
Κόκκινα κρίνα τα λόγια
 που δρασκελίζουν τη μνήμη.
 Μα πώς να σαβανώσουν τους νεκρούς;
Το νιώθω, δε θα μπορέσω να εκφραστώ.
 Ίσως το μυαλό μου σάλεψε.
Αφηρημένος προσπαθώ να ξεφύγω,
 καμιά ικανότητα!
 Ματωμένες ανάσες τα λόγια
 που δε μπορώ να φυλακίσω
για τους αγέννητους!
Ατενίζω την ανθρωπότητα γυμνός,
 χωρίς χαρτί, χωρίς μολύβι.
 Ολιγογράφος θαυμαστής, χάνομαι
 στην ελευθερία της ποίησης
 που δεν μπορώ να εκφράσω!






Μόνο για μια μέρα

Τι νοσταλγία κι αυτή!
Πιθύμησε η ψυχή μου
- μόνο για μια μέρα-
μία αναδρομή στα περασμένα
στα χρόνια τα ανέμελα
που αφοπλιστικά η ομορφιά
ανάβλυζε στο αίμα!
Εκείνα τα φθινοπωρινά σούρωπα
που ξεχείλιζε η νιότη μας χρώμα !
Ατέρμονες ανατολές μας καλούσαν
σε αλλιώτικους κόσμους, μαγικούς!
Ακόμη θυμάμαι τις υποσχέσεις,
δοσμένες σε μισοσκότεινους χειμώνες,
στα μυστικά του έρωτα
στις διαυγές ψυχές μας
γεννιόντουσαν αγάπες αληθινές,
αγνές, χωρίς κανένα ψέμα!
Στα σεληνοφώτιστα δρομάκια
μοναχός θα περπατήσω
και στο καμπύλωμα της νύχτας
θα πλησιάσω με τη σκέψη μου τη νιότη,
για να μεθύσω με το άρωμα
των παιδικών μου χρόνων!
Θα ζωγραφίσω ένα καθαρό χαμόγελο
γεμάτο αναμνήσεις
και μες τις χούφτες μου θα κλάψω σαν παιδί,
έτσι να με θυμάμαι…
















Ψυχή

 Στην Ωρομέδια λάμψη της ύπαρξή σου γεννήθηκα!
Ταξίδεψα στην απέναντι όχθη,
 εκεί που το βλέμμα σου κοιτάζει
 απ’ τη μεριά του φωτός το κορμί μου.
Σε κουβαλάω μαζί μου, στις άσπρες, στις γκρίζες,
 στις χιονισμένες ημέρες.
 Είσαι αναφορά μου στα κοντινά όνειρά μου!
 Σε κλαίω! Σε γελάω! Σε κερδίζω! Σε χάνω!

 Δύο θελήματα σ’ ένα βλέμμα και συ παρόν.
 Ούτε στιγμή δεν με εγκατέλειψες ψυχή μου!
Πότε κουρασμένος, πότε περιφρονημένος,
 με ταξιδεύεις στο άπειρο, σε νοσταλγώ.
 Δικό σου το θαύμα, δικό μου το πάθημα.
Με ηγεμονεύεις! Περιχαρακώνεις το σώμα που σε κινεί,
 προβάλλεις αόρατα, ακολουθείς τα ‘’θέλω,
 παραλλαγμένη ουσία, φύση εξέχουσα, διαφορετική!

 Κι οι μέρες περνάνε, χωρίς να γνωρίζω τι θέλω απ’ αυτές.
Κερδίζω το χρόνο και χάνω ζωή,
χαμένη η ματιά μου μα πώς να σε δει;
Κάθε που βραδιάζει μου λείπεις πολύ.
 Η εγκατάλειψη με τρομάζει, αγωνιώ.
 Βρέχει δάκρυα η ματιά μου και η παρουσία σου πνοή.
 Με νοτισμένο κορμί αποκοιμιέμαι
 στον ασάλευτο πυθμένα παράξενης μοναξιάς.

 Κι αρχίζω να ονειρεύομαι
φεγγαρόβολα αστέρια στο διάβα μου
 που χλωμοφωτίζουν τ’ ακαθόριστο πάθος μου.
 Νεκρώνομαι, για ν’ αναστηθώ στη δική σου λάμψη!
 Κι ύστερα σιωπή…
Κάποτε θα αποχωρισθούμε… βαθιά πληγή!
Θα ταξιδέψεις μόνη… εκεί που ποθείς,
 στην άκρη της ανθρωπότητας να αναπαυθείς.

Στην κορυφή της δόξας

 Σύμβολο, να αναγεννιέσαι
 κάθε που το ηλιοβασίλεμα στο γέρμα του,
 ακουμπά την ματωμένη σου κορυφή!
Στο πορφυρό αγκάλιασμα της χειμωνιάς
νωχελικά τα μεταξένια μαβί σύννεφα
 κρύβουν τη φωτεινή διάσταση της δόξας σου!

 Καταμεσής στα σπλάχνα σου,
τη χειμωνιά κρύβεις διαμάντι,
 το απ’ αιώνων, που σ’ ακουμπά,
μικρό στολίδι, λευκοεκκλησιά!

 Αποβραδίς ευχήθηκα στα γκρίζα σύννεφά σου
σαν άλλος Μωυσής, να γεννηθώ,
 στο θάνατο της μέρας.
 Στυγνός ο πόθος της προσευχής.
Σμιλεύει ο αέρας την σάρκα μου
 και η καρδιά κυλά στο φως του παραδείσου!

 Μεσάνυχτα και τη μοναξιά μου παρηγορεί
ο ίσκιος μιας κανδήλας!
 Ακουμπισμένος στο λευκό,
σμίγει στη σάρκα μου το πάπλωμα της νύχτας.
 Θρυμματισμένα όνειρα η ανάσες μου,
 μου δίνουν πνοή, με γαληνεύουν!