Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Αντέχω

 Εγώ, ζωή μου, γεννήθηκα ορφανός,
 με θήλασαν ξένα στήθη!
Την γέννησή μου,
την στιγμάτισε η φθορά
που πνίγεται στον χρόνο!
Εγώ, χρόνε, δεν σε προκαλώ,
 αντέχω και στα τίποτα,
 μα, αν τύχει ποτέ και με συναντήσεις,
 να με ακουμπήσεις στην πλευρά της ζωής,
 εγώ αντέχω τον πόνο στη χαρά της ψυχής!
Αντέχω, σε έναν κόσμο ουδέτερο
και το ότι ζω, είναι χαρά.
Το ότι δεν μπορώ να εκφραστώ
ελεύθερα στην χαρά,
 ε. αυτό είναι ο πόνος!
Νοιώθω ευγνώμων στη χαρά
που μου ‘φερε ο χρόνος.
 Αντέχω…
 Ξεριζωμένος ποιητής σε κόσμο ηττημένο
 ξόδεψα τις αξίες μου
 -σε πληρωμένες αγρυπνίες-
άπειρων προσευχών!
Ίσκιος ονείρων η ζωή βαραίνει πια
 και… χάνεται στο χρόνο…!
Ομολογία ζωής

 Ζω τη χαρά πως κάποιος μ’ αγαπάει,
ακραία μορφή ορθόματος της ανθρωπότητας!
Υπάρχω στο τώρα, στην ηχώ της χαράς
 που διαστρέφει τις ενοχές του παρελθόντος.
 Μοιράζομαι απ’ το πριν και το μετά
 στην διαρκή στιγμή του τώρα,
σε μικροσύνολα πραγμάτων που μου δίνουν τη χαρά.
Περιστασιακά ζω τη ζωή στην έκρηξη του πάθους,
 χάνω και χάνομαι απ’ τη ζωή… και ανατέλλω
 άψυχος ναυαγός στον ατελεύτητο θρήνο της λύπης.
Ζω τη χαρά πως κάποιος μου μιλάει,
 και αν οι λέξεις τελείωσαν,
είναι γιατί ακολουθούν λόγια της λύπης,
καταραμένα χάδια στα κουρασμένα όνειρά μας!
 Μα, εγώ, ζω τη χαρά! Ζω τη χαρά πως κάποιος μου χαμογελάει,
γλυκό συναίσθημα τρυφερής αγκαλιάς
 που ακόμη δεν άγγιξα… ονειρικά αγγίγματα
 σε μουσκεμένους χάρτες που μας ποτίζουν ζωή!
Ζω τη χαρά γιατί με φλερτάρει η ελπίδα,
 ανεκτίμητη πηγή προσδοκίας , λευκός ήλιος
 που με κρατάει ζεστό τις σκοτεινές νύχτες
που με παγώνει η κουρασμένη απ’ τον πόνο αγάπη!
 Ζω τη χαρά «ἐν ἀκινήτῳ πίστει»,
 καθηλωμένος στήνω χορό με τη χαρά αντάμα,
και με δυο λέξεις σιωπηλές ομολογώ για πάντα:
 Δεν σε φοβάμαι βρε ζωή,
σε έζησα και αγαπώ τον θάνατο
 και περιμένω να μου ρουφήξει ό,τι αγάπη μ’ απόμεινε,
να την κρατήσει αγκαλιά σαν την αγκαλιά που δέχτηκε
όποιος αγάπησε πραγματικά και πέθανε για πάντα!

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ω, Ποίηση

 Ω, ποίηση! Φλογερός έρωτας
 συνδιαλλαγής των λόγων,
 ελλειπτικοί στο αυτεξούσιό του
 γυρεύουμε συμμετοχή.
Για να ‘χει αντίκρισμα ο λόγος,
 χρειαζόμαστε το άλλο μέρος,
 το ποθητό αντίκρυ,
την αντανάκλαση της προσμονής μας.
Στην προχειρότητα της χαράς
 της απόλυτης δημιουργίας,
ασκητεύουμε στην περιστασιακή λύπη!
 Αυτό είναι ποίηση, να λογομαχούμε μυστικά
 αμφισβητώντας τις δικές μας αλήθειες.
 Φυλλομετρώντας αποδοχές
και με τον φόβο να λησμονηθούμε,
 γράφουμε λόγους να ολοκληρώσουμε κενά.
 Προορισμένοι έξω απ’ την έμπνευσή μας
υποτασσόμαστε αισθητικά.
 Ω, ποίηση! Αν μας λείψεις ως προοπτική
 της εξωτερικής συμμετοχής,
δεν θα υπάρχει ολοκλήρωση.
 Στα αποκαΐδια σου ξεπροβάλλει ελπίδα
και διανοίγουν οι λόγοι ποιητικούς στοχασμούς.
Υποκλινόμαστε

 Χαθήκαμε,
 τόσο γνωστοί και ξένοι μεταξύ μας!
 Στο φόβο συνένοχοι
για μια ανάγκη υποκλινόμαστε.
Αόρατα πρόσωπα, στ’ απέραντα ψέματα
 μεταλαβαίνουμε κάλπικες αλήθειες!
Χαμένοι εραστές του αιωνίου
 σταθμεύουμε σε αχανής ορίζοντες.
 Τι ειρωνεία!
Να θεραπεύει τη νοσταλγία μας
 η εμμονή της αιωνιότητας!
 Στοιχειώνουν τα κορμιά μας
 στην λογική της γνώσης,
χανόμαστε…
 Σε μια αντίδραση οδύνης,
 στις εμμονές της σωτηρίας
μας ουρλιάζει ο πόθος.
Ατίθασοι στο αόρατο υποκλινόμαστε…
 ονειρευόμαστε τα βάθη της μοναξιάς μας,
 ύποπτα,
ξεπουλάμε τα είδωλά μας
 στην οικειότητα της ανθρωπιάς.
 Κι έπειτα;
Υποκλινόμαστε!
Συγγνώμη

 Φυλακισμένος στη δική σου συγγνώμη
 βυθίστηκα κι αυτή τη νύχτα στη μοναξιά.
Στις διαλυμένες μοναξιές
 κρατώ εικόνες που σε θυμίζουν.
 Αλλιώτικος πόνος, άγγελέ μου,
 οδυνηρός…
Πόση λύπη είχε η συγγνώμη σου, μάτια μου!
Σε ξένα μάτια έψαχνα την αγάπη,
μα η αγάπη του κόσμου φωλιάζει στο βλέμμα σου!
 Φλεγόμουν για να νικήσω τον πόνο,
 για να νικήσω την ενοχή!
 Με καταδίκασες ερήμην
 εξόριστο στην φυλακή της αγάπης σου!
 Φωτιά στη στράτα μου η σιωπή
 κρατώ την ενοχή, την μνήμη,
για σένα να απομονώνω πληγές
τις νύχτες που νοιώθεις μόνη!
 Έκανες την συγγνώμη σου ανάγκη
και σκότωσε την αυγή της ψυχής μου.
 Μα πώς μπόρεσες, με μια συγγνώμη,
να σβήσεις την ενοχή της αγάπης;
Αιμορραγούν παρήγορα οι σκέψεις μου,
 μαρτύριο ανθρώπινο
κρυμμένο σε ματωμένες νύχτες.
 Θυμώνω που με αγαπάς στην άρνησή σου
 και κρατάς συγγνώμες
 στα βουρκωμένα σου μάτια!
Ένας – κανένας

 Γονατιστός ικέτευσα, Αυτόν ,Τον μέγα Ένα,
να μου φωτίσει το σκότος του μυαλού
 για να μπορέσω, ο δυστυχής,
 να διακρίνω τις αλήθειες της ψυχής!

 Και είπα: Δεν με νοιάζει, ας γίνω κανένας…
Με αναζήτησα στα σπασμένα μου κομμάτια
 και ένοιωσα στην ερημιά της απουσίας μου
πως είμαι ο ένας.
Και ο εαυτός μου που με πονά, μου είπε πικραμένα:
 «Ο ένας είναι αυθύπαρξη, ισούται με κανένας!»

 Σαν μετανάστης βρήκα μεγάλες αγκαλιές,
 τις βάπτισα αλήθεια, να πάψω να είμαι ένας.
Σπάσαν σαν κρύσταλλα φθηνά,
 χάθηκαν μες τη φθορά
 κι έμεινα, ένας –κανένας!
Ο φόβος

 Μια ζωή στης ζωής το ταξίδι τον κρατούσα μακριά,
 αλλά ποτέ δεν θέλησα να μου φύγει,
 ήταν η μόνη μου αγάπη!
 Η δυνατή μου αγάπη, ο φόβος!
 Ο φόβος μήπως μια μέρα σε χάσω.
 Στήριζα την ζωή μου στις στιγμές
 και ήσουν εσύ οι στιγμές μου,
 αν σε έχανα, δεν θα έχανα εσένα,
 θα έχανα τις στιγμές που πραγματικά ζω.
 Είσαι ζωή που μου δίνει φως στα ταραγμένα σκοτάδι
 και γω, στην αλήθεια η στιγμή.
Στους φόβους μου γεννούσα ψέματα
 που στάλαζαν στην καρδιά μου
 παράταση ζωής!
 Επινοώ της ζωής τα γραμμένα,
 και αναρωτιέμαι…
 πόσες αλήθειες λογικής με κομματιάζουνε;
Στείρες γνώσεις σε αναμονή
 κλειδώνουν τα βήματά μου.
 Μου αρκεί ο φόβος μου,
 στον κύκλο των χρόνων του τρέχουν οι στιγμές ,
 να ξαποστάσουν γυρεύουν.
 εκεί που υπάρχουν οι…
 ξεθωριασμένοι μου φόβοι!