Απωθημένο
Όταν η πόλη στοχαστικά κοιμάται,
σκορπώ στη νύχτα την μοναξιά μου,
εφταδιπλώνω τις σκέψεις μου…
στην απουσία της θαμπής σου μνήμης
ανθίζουν λευκά τριαντάφυλλα
και στην άσπιλη ψυχή μου
ηχεί η σιωπή!
Και συλλογιέμαι:
θα ‘ρθει μια νύχτα όλβια,
απ’ της αιχμαλωσίας μου την σιωπή
να κλείσω την πληγή,
να λυτρωθώ, και πριν χαράξει,
με περηφάνια να υψωθώ.
Όταν η πόλη κοιμάται,
μας σαβανώνει σιωπηλά
η άρρητη σιωπή της αιωνιότητας
Απωθημένη ζωή,
κατάβαθα προσμένω μια δέσμη εικόνων
στα ερειπωμένα μονοπάτια της μνήμης μου,
αλλοίμονο, μ’ ανήκουστη ορμή,
την πείνα της αγάπης μου
να σβήσει η σιωπή!