Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Εφύμνια, πριν την μετάβαση

Χρόνια τώρα ζω στα στενά όρια της φυλακής μου!
Ακονισμένα μαχαίρια τα χρόνια μου,
σε ξένο τόπο νιώθω ξένος.
Μονολογούσα στον εαυτό μου
-χωρίς σκοπό- να νοιώσει τον κόσμο,
να τον ακουμπήσει, να τον κρατήσει…
μα ο κόσμος άκοσμος, μοναχικός,
βυθισμένος στο έρεβος της ανυπαρξίας του…
Κι έμεινα εδώ, στα χρόνια που πέρασαν,
αφοσιωμένος για τους άλλους να ζήσω.
Δίχως αέρα ανάσαινα τη ζωή,
κοιτούσα εμένα στα μάτια
και δεν έβλεπα την ψυχή μου να σφαγιάζεται!
Πότε κλαίω, πότε θυμώνω με τον εαυτό μου
και σπάνια λυπάμαι για μένα.
Λυπάμαι τους άλλους που δεν υπήρξαν ποτέ.
Χάθηκαν στην μετάβαση,
εκφυλίστηκαν σε ελεύθερα ψεύδη
για να γιατρέψουν τον πόνο.
Νεοφώτιστοι στην ακόρεστη μοναξιά τους,
προβάλλουν εφύμνια ελπίδα…
μετάβαση,
στον αναστεναγμό της ρουτίνας
στο είναι της ηδονής,
στο τέλος του άγνωστου!
Σιωπή…

. Πάει καιρός που σταμάτησα
να μετράω σιωπές,
εξάλλου όλη μου η ζωή είναι μια σιωπή!
Η σιωπή περιέχει υλοποιημένες σκέψεις,
κάλπικες γνώσεις που αγνοούμε
επικαλυμμένες αλήθειες
χαραγμένες σε Βίβλο Ιερή!
Μετρώ τις στιγμές που σιώπησα…
Μα, πάντα σιωπούσε η καρδιά μου
όταν στο βάθος της βούλιαζαν
ακατέργαστα λόγια της γυμνωμένη αλήθεια!
Ψάχνω πάντα κάτι να πω που θα ’ναι
πιο ώριμο απ’ τη σιωπή!
Ένθεος εραστής του μυστηρίου
ακολουθώ πειθήνια το ηχόχρωμα
που ματώνει τα χείλη μου πριν μιλήσουν.
Αντιδονεί τη σάρκα μου ο ήχος της σιωπής,
τα νεκρωμένα λόγια μου βροντοχτυπούν,
μεθούν και χάνονται να ακουσθούν
στο αμίλητο μνημείο της σιωπής!

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Διεστώτα

 Σταυρώνομαι κι εγώ αυτή τη μέρα.
 Ανοίγω τα χέρια μου και γίνομαι Σταυρός,
 τα προεκτείνω να αγκαλιάσω τα διεστώτα!
Τινάζω τα δάχτυλά μου φοβούμενος την έκπτωση
 και βάφω με το αίμα μου την ανατολή
που δύουν οι υποσχέσεις!
Θωρώ το κορμί μου που σηκώνει τον δικό του Σταυρό,
 άχρωμο σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία
 και ντρέπομαι να μιλήσω, ‘η κάτι να απαιτήσω,
ασυνεχείς στιγμή η συνύπαρξή μας
 σ’ έναν ανυπόφορο κόσμο,
υπέρβαση στο ασυμβίβαστο.
Κουβαλώντας τον δικό μου Σταυρό,
για όλα αναρωτιέμαι:
 Πού πήγαν οι φίλοι που μας ραντίζουνε θάνατο;
 Πού πηγαίνουν τόσοι ανεκπλήρωτοι έρωτες;
Που στέκουν οι αγάπες που μείναν στις υποσχέσεις;
Πού ταξιδεύουν τα χιλιάδες ‘’σ’ αγαπώ’’ που γίναν μίση;
 Που καταχωνιάζονται τα όνειρα που σβήνουν;
Ίσως ταξιδεύουν στην αμαξοστοιχία των αιώνων
για να συναντήσουν τον δικό τους παράδεισο.
Κι αν δεν υπάρχει γι’ αυτά παράδεισος;
Αλλοίμονό μας!
Θα μας καρτερούν μαινόμενα στην αρχή του τέλους!
Βασανιστικό πάθος ο πόθος της προσμονής
 σαν ξύλινος Σταυρός στις δικέ μας πλάτες!
Και τι μου λείπει;

 Μου λείπει αυτό το ‘χτες,
 που ντύθηκε τις μνήμες
 και περπατάει ανάποδα
 σε διψασμένο χρόνο.
Παρόλο που φοβάμαι,
ανασαλεύομαι,
 θαρρείς το σήμερα ακουμπά
 σε ματωμένη λόγχη!
Στο πρόσταγμα των χρόνων
 λημέριασε η σκέψη μου
σε φωτεινά υπόγεια.
Δεν το μπορώ το σήμερα,
 ό,τι αγάπησα και μίσησα,
 γίνηκε εικόνα βυζαντινή
 σε ξεχασμένο τοίχο!
Στο έωλο παράθυρο του χρόνου
 οι άνθρωποι μοιάζουν πουλιά
αποδημητικά που τους φοβίζει ο δρόμος.
 Δυο νοσταλγίες ειν’ η ζωή
που η μια ξώμεινε πίσω,
εγώ κρατώ τη δεύτερη
 να βλέπω τι μου λείπει.
 Και τι μου λείπει;
Μια Ανάσταση σαν αστραπή,
κόκκινη σαν το αίμα…
κι ύστερα;
Ας νοσταλγώ πάλι το ‘χτες!
Ψάξε με

 Πέρα μακριά σε αιμόφυρτες ανατολές
ξυπνούν ελπίδες και προσμένουν
ξένες αγκαλιές!
Εγώ είμαι ποιητής της λησμονιάς,
με ηδονίζει η φθορά, γιατί αυτή με θρέφει,
 μου τρώει σκέψεις απ’ το μυαλό
 και με ξαναζωντανεύει!
Θα πάρω το χρώμα της ανατολής,
 αστείρευτος μες το κενό
να βάψω λευκές σελίδες…
Ψάξε με,
να ζωντανέψει η ποίηση
 στο περιθώριο των γραμμών
 που ακόμη δεν έχω γράψει.
Ψάξε με, δεν έχω πλέον τόπο!
 Όταν για ελπίδες γράφω συχνά,
 μόνο ένα πράγμα μ’ ανησυχεί
ο φόβος της ελπίδας!

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Αντέχω

 Εγώ, ζωή μου, γεννήθηκα ορφανός,
 με θήλασαν ξένα στήθη!
Την γέννησή μου,
την στιγμάτισε η φθορά
που πνίγεται στον χρόνο!
Εγώ, χρόνε, δεν σε προκαλώ,
 αντέχω και στα τίποτα,
 μα, αν τύχει ποτέ και με συναντήσεις,
 να με ακουμπήσεις στην πλευρά της ζωής,
 εγώ αντέχω τον πόνο στη χαρά της ψυχής!
Αντέχω, σε έναν κόσμο ουδέτερο
και το ότι ζω, είναι χαρά.
Το ότι δεν μπορώ να εκφραστώ
ελεύθερα στην χαρά,
 ε. αυτό είναι ο πόνος!
Νοιώθω ευγνώμων στη χαρά
που μου ‘φερε ο χρόνος.
 Αντέχω…
 Ξεριζωμένος ποιητής σε κόσμο ηττημένο
 ξόδεψα τις αξίες μου
 -σε πληρωμένες αγρυπνίες-
άπειρων προσευχών!
Ίσκιος ονείρων η ζωή βαραίνει πια
 και… χάνεται στο χρόνο…!
Ομολογία ζωής

 Ζω τη χαρά πως κάποιος μ’ αγαπάει,
ακραία μορφή ορθόματος της ανθρωπότητας!
Υπάρχω στο τώρα, στην ηχώ της χαράς
 που διαστρέφει τις ενοχές του παρελθόντος.
 Μοιράζομαι απ’ το πριν και το μετά
 στην διαρκή στιγμή του τώρα,
σε μικροσύνολα πραγμάτων που μου δίνουν τη χαρά.
Περιστασιακά ζω τη ζωή στην έκρηξη του πάθους,
 χάνω και χάνομαι απ’ τη ζωή… και ανατέλλω
 άψυχος ναυαγός στον ατελεύτητο θρήνο της λύπης.
Ζω τη χαρά πως κάποιος μου μιλάει,
 και αν οι λέξεις τελείωσαν,
είναι γιατί ακολουθούν λόγια της λύπης,
καταραμένα χάδια στα κουρασμένα όνειρά μας!
 Μα, εγώ, ζω τη χαρά! Ζω τη χαρά πως κάποιος μου χαμογελάει,
γλυκό συναίσθημα τρυφερής αγκαλιάς
 που ακόμη δεν άγγιξα… ονειρικά αγγίγματα
 σε μουσκεμένους χάρτες που μας ποτίζουν ζωή!
Ζω τη χαρά γιατί με φλερτάρει η ελπίδα,
 ανεκτίμητη πηγή προσδοκίας , λευκός ήλιος
 που με κρατάει ζεστό τις σκοτεινές νύχτες
που με παγώνει η κουρασμένη απ’ τον πόνο αγάπη!
 Ζω τη χαρά «ἐν ἀκινήτῳ πίστει»,
 καθηλωμένος στήνω χορό με τη χαρά αντάμα,
και με δυο λέξεις σιωπηλές ομολογώ για πάντα:
 Δεν σε φοβάμαι βρε ζωή,
σε έζησα και αγαπώ τον θάνατο
 και περιμένω να μου ρουφήξει ό,τι αγάπη μ’ απόμεινε,
να την κρατήσει αγκαλιά σαν την αγκαλιά που δέχτηκε
όποιος αγάπησε πραγματικά και πέθανε για πάντα!