Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Ωρομέδια διαδρομή

Ακίνητος στην Ωρομέδια πορεία των λόγων μου
 και λίγο πριν τα λόγια μου τ’ αγγίξει ο άνεμος,
 έγδυσα την ψυχή μου!
 Νεκρωμένος του σκότους και με την ψυχή μου
 να περιλούζεται με Ωρομέδια λάμψη,
 σκύβω και φιλώ τον ήλιο των τεσσάρων ωρών .
Κάθε ώρα και μια προκαθορισμένη εποχή.
 Κάθε εποχή και μια αυτόφωτη λάμψη!
 Συνεπαρμένος και πλήρης ενθουσιασμού
πορεύομαι στη λάμψη των λόγων μου
 που υμνούν την ανθρωπότητα .

Ωρομέδια η πορεία μου, μα ταξιδεύω …
Ταξιδεύω σε μια συμβατική διαδρομή,
 ανυπόμονης και απύθμενης δίψας,
 πως κάποια στιγμή η ψυχή μου
 θα αγγίξει την ανθρωπότητα!
 Αφετηριακοί και θεμελιώδεις οι λόγοι μου,
 για μια αναγκαιότητα αναρωτιέμαι:
 Τι είναι το είναι και τι το υπάρχων;
 Υπαρκτική απαίτηση επιβίωσης,
 μυστική συνάντηση της γυμνωμένης μου ψυχής
 στον έρωτα της Ωρομέδιας διαδρομής!
Πάλλευκο

Τι παράλογη επιμονή
 αυτοί οι κάτασπροι κρίνοι
 με το πάλλευκο φως τους
 να μου κρατούν συντροφιά
αυτή τη νύχτα!
 Στον άφωνο κόσμο του λευκού
 ανθεκτικά κοιτάζω τη λάμψη,
 ευαίσθητη αναπνοή
 και η μεταμόρφωση ορατή,
 καταλαγιάζω στη ζωή!
 Το βράδυ περνά, αλλάζω,
σπαταλώ την αγάπη μου
 στο πάλλευκο φως χαρίζω,
ό,τι αγάπη μου ’μεινε,
το χρόνο να νικήσει!
 Θελκτικά το βλέμμα μου
σταμάτησε στους κρίνους.
 Ακόμη κι αυτή τη νύχτα
θα ξαγρυπνήσω στο πλευρό τους.
 Κι αν ακουμπήσω το λευκό,
θα φτερουγίσω μες τον δικό σου
 πάλλευκο ουρανό!
Ονειρικό ταξίδι παράξενων ποιητών…

 Απόψε σκυθρωπός βημάτιζα, με σκέψη βυθισμένη,
σ’ ένα ταξίδι που ποτέ δεν έκανα.
Η ανάμνηση της απουσίας του, οδηγεί τα βήματά μου
στις σκουριασμένες ράγες ενός συρμού - στο χρόνο ξεχασμένο.
Είναι η στιγμή μου, σκέφτηκα, το όνειρο να ζήσω!
 Ελπίδα!
Το ξεχασμένο τρένο με προσκαλούσε σ’ ένα ταξίδι,
με μόνη συντροφιά τον ήχο και τις αμείλικτες εικόνες
 των τοπίων που θα προσπερνούσε, καθώς θα κυλούσε.
Υπόσχεση!
Μοναχικός επιβάτης με την καρδιά γεμάτη, ξεκίνησα.
Πρώτος σταθμός και παραμένω μόνος.
 Το μυστικό μου σκέφτηκα πως θα κρατήσω,
μέσα στον κόσμο υπάρχει ο δικός μου κόσμος,
 διαφορετικός, ταξιδευτής μιας άλλης εποχής.
Ονειρικός!
 Μα στον επόμενο σταθμό, μια άλλη ψυχή,
ποιήτρια ονειρική, είναι εδώ, είναι εκεί…
 Με βουτηγμένη ψυχή σε πηγάδια ποιητικά
και με απογυμνωμένη την ελπίδα ψάχνει κι αυτή τη φυγή!
 Επιβίβαση!
Συνταξιδιώτες μοναδικοί!
Θερμή πληγή η ηχώ της σιωπής κινεί την εμμονή μας,
δίχως κύμα και τα χιλιόμετρα μας ξεμακραίνουν.
 Σιωπή!
 Απέναντί μου, σιωπηλά και αόρατα,
χαϊδεύει το χαστούκι του έρωτά της, η «αγαπημένη μου»,
 κι εγώ, έκανα τη ματιά μου φωλιά για να μεγαλώσει η ψυχή της!
 Οι μεγάλοι έρωτες θέλουν μεγάλες ψυχές!
 Νοσταλγικό ταξίδι!
Προγονικά τα χρώματα γίναν πυξίδα
 που μας κατευθύνουν εκεί, μακριά απ’ τη βουή της πόλης
που ενσαρκώνονται τα όνειρα!
 Το τρένο σφύριξε… Κάπου στη Χαλκίδα.
Αποβίβαση!
 Χαθήκαμε εκεί που το άσπρο θανατώνεται!
 Εκεί που τα όνειρα τελειώνουν...
κι αρχίζουν τα ταξίδια!

Θα ταξιδέψω ανατολικά

Αγκάθια στο κορμί μου
οι παγωμένες νύχτες του βορά.
Κρατά δεμένα τα φτερά μου
 τ’ αγκάλιασμα τ’ ανέμου
 κι η ψυχή μου ρυτιδιασμένη
 μήτε χαίρεται μήτε λυπάται
στα αναστενάγματα του κόσμου.

 Ανέγγιχτος της αγάπης
 θα ταξιδέψω ανατολικά,
 εκεί που η ψυχή μου νοσταλγικά
 ζητά να καταλύσει την αγάπη
απ’ το φλεγόμενο Δισκοπότηρο
 των εξόριστων αστεριών!

 Θα ταξιδέψω ανατολικά.
 Όσο πιο ανατολικά
 τόσο πιο ζεστή νοιώθεις
 την αγάπη των ανθρώπων.
Στο βάθος της ανατολής
οι άνθρωποι γεννούν την αγάπη!

Νοιώθω μια παντοδυναμία
στο βάθος της καρδιάς μου,
σαν αντικρίζω τον ουρανό της ανατολής.
 Σπαράσσει στα στήθη μου
η αγάπη της ανατολής
και το ταξίδι μου δε θα ’χει γυρισμό!


Ανθρώπινο πάθος
 (Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ)

 Φυλάκισες το χρόνο σου στα χρώματα,
 στην πορφυρή αναμονή κυμάτισε
 καλά το μυστικό σου.
Ολάκερη ζωή υπέμεινες
το βέβηλο σκοτάδι.
Σε νύχτες άχρωμες εστράγγιξες
την αιώνια ομορφιά σου.
 Άπλετο φως η νιότη σου
την ομορφιά σου εξουσιάζει.
Σαν κεραυνό δαπάνησες
 στο λυκόφως της αλήθειας
το βαθύτατο εγώ σου.
Ειρωνική σιωπή στο είδωλο
 και η όψη σου θολώνει .
Το πρόσωπό σου σκοτεινό
κι ο χρόνος σε στοιχειώνει,
 σαν την ψυχή σου πούλησες
 με αντάλλαγμα το κάλλος.
 Αλλοίωση μες την ψυχή
 και η αθανασία πάθος!







Επίκληση ονείρου

 Ανάλαφρα φαντάσματα της μνήμης μου
 τα χρόνια που πέρασαν.
Ξοδεύτηκα!
Σπαν τη σιωπή τα χείλη μου
 στον ήχο της συνήθειας.
Με μόχθο η ψυχή μου αναζητά
ό,τι υπάρχει!
Να ξεχασθούν οι σκέψεις μου
στο άγγιγμα παράφορου ονείρου
προσπάθησα!
 Εφήμεροι επιδρομείς τα όνειρα,
στην κλίμακα τ’ ουρανού υψώνονται.
Μια στιγμή… στη σκέψη σου και σιώπησα.
Πονώ εκεί που λησμονώ,
τη λύτρωση ζητάω!
Χαράματα σε καρτερώ,
να μοιρασθείς το όνειρο
κι ό,τι το πάθος ορίζει.
Να μη χαθείς, ξοπίσω μου να πορευθείς,
 στη μνήμη μου σιρόπι να γενείς, να τη γλυκάνεις!




Η μάνα γη

Βούτηξα τα χέρια στο χώμα κι ένοιωσα
 τη ζεσταμένη γη να με αγκαλιάζει
. Ένοιωσα οι σκέψεις μου να εκτρώνονται.
Ολάκερος μετείχα στο θάνατο της ανθρωπότητας
και ενώθηκα με τη ζωή που κυοφορούσε.

 Χάιδεψαν τα χέρια μου τα βήματα
που άφησαν οι ξεχασμένοι
 και ο χρόνος σταμάτησε χωρίς ανάσα.
 Συνεπαρμένος στο αδιανόητο αφέθηκα
στο συμπυκνωμένο φάσμα του θανάτου
 που απαξιώνει τη ζωή κι άλλη ζωή της δίνει.

Σε τούτη τη γη ο χρόνος πλαταίνει
και τα πάντα εναλλάσσονται χωρίς σταματημό.
Κάθε που φέρνει γέννηση στη γη κάτι πεθαίνει.
 Οικείο το χώμα της, τα χέρια βουλιάζουν,
 ησυχάζουν, γεμίζουν ζωή,
αναβαπτίζονται στη μάνα γη.