Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Κληρονομιά

Ακροβατώ στην κόψη των λέξεων
-κληροδοτήματα στην ανθρωπότητα-
και με μεθά η νικοτίνη που έχουν εμποτισθεί.
Με πνίγει ο καπνός των τσιγάρων
μα ειν’ συντροφιά μου στην κάμαρά μου.
Φτερουγίζουν οι λέξεις, ελευθερία ζητούν
και 'γω, ανήμπορος να πετάξω
πρέπει να βιαστώ, πρέπει να γράψω,
να τις αφήσω κληρονομιά.

Οφείλω έναν ύμνο για τα γραφόμενά μου,
να αναστήσει εμένα όταν χαθώ!
« Άγνωστος καλλιτέχνης», θα πουν…
«τον παρέσυρε η παρακμή του πλήθους…»
Κληρονομιά μου στο επέκεινα
θα μοιάζουν οι στοίχοι μου
ύμνος στην ανυπαρξία.
Τι ειρωνεία,
να είμαι ευλογημένος στην καταδίκη μου!

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Κάθαρση

Αδειάζω τις μουτζούρες του μυαλού μου,
αποδεσμεύω ενοχές, μα πάλι κάτι μένει.
Πεισματάρικα τούτα τα λόγια,
βουλιάζουν μέσα μου να καθαρθούν.
Βαρέθηκα όλα τούτα τ’ αδύναμα,
τα σκοτεινά πρωινά τ’ ασήμαντα ,
που μου αιχμαλωτίζουν το « τίποτα»,
των πράξεών μου το «ποτέ».
Κι είν’ το μυαλό μου ολόγυμνο,
μουτζουρωμένο κάλπικες ενοχές
που ανάβει μέσα του ακόμη η φωτιά
που καίει τις θύμησές μου!
Μνήμη θανάτου σε μαύρο φόντο
κάτω από καπνισμένες τοιχογραφίες
τα κρίματά μου ζητούν την εξιλέωση!
Έκθαμβα απομεινάρια τούτες οι ενοχές,
στις αγρυπνίες της ζωής
ζητούν την κάθαρσή τους. .

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Εφύμνια, πριν την μετάβαση

Χρόνια τώρα ζω στα στενά όρια της φυλακής μου!
Ακονισμένα μαχαίρια τα χρόνια μου,
σε ξένο τόπο νιώθω ξένος.
Μονολογούσα στον εαυτό μου
-χωρίς σκοπό- να νοιώσει τον κόσμο,
να τον ακουμπήσει, να τον κρατήσει…
μα ο κόσμος άκοσμος, μοναχικός,
βυθισμένος στο έρεβος της ανυπαρξίας του…
Κι έμεινα εδώ, στα χρόνια που πέρασαν,
αφοσιωμένος για τους άλλους να ζήσω.
Δίχως αέρα ανάσαινα τη ζωή,
κοιτούσα εμένα στα μάτια
και δεν έβλεπα την ψυχή μου να σφαγιάζεται!
Πότε κλαίω, πότε θυμώνω με τον εαυτό μου
και σπάνια λυπάμαι για μένα.
Λυπάμαι τους άλλους που δεν υπήρξαν ποτέ.
Χάθηκαν στην μετάβαση,
εκφυλίστηκαν σε ελεύθερα ψεύδη
για να γιατρέψουν τον πόνο.
Νεοφώτιστοι στην ακόρεστη μοναξιά τους,
προβάλλουν εφύμνια ελπίδα…
μετάβαση,
στον αναστεναγμό της ρουτίνας
στο είναι της ηδονής,
στο τέλος του άγνωστου!
Σιωπή…

. Πάει καιρός που σταμάτησα
να μετράω σιωπές,
εξάλλου όλη μου η ζωή είναι μια σιωπή!
Η σιωπή περιέχει υλοποιημένες σκέψεις,
κάλπικες γνώσεις που αγνοούμε
επικαλυμμένες αλήθειες
χαραγμένες σε Βίβλο Ιερή!
Μετρώ τις στιγμές που σιώπησα…
Μα, πάντα σιωπούσε η καρδιά μου
όταν στο βάθος της βούλιαζαν
ακατέργαστα λόγια της γυμνωμένη αλήθεια!
Ψάχνω πάντα κάτι να πω που θα ’ναι
πιο ώριμο απ’ τη σιωπή!
Ένθεος εραστής του μυστηρίου
ακολουθώ πειθήνια το ηχόχρωμα
που ματώνει τα χείλη μου πριν μιλήσουν.
Αντιδονεί τη σάρκα μου ο ήχος της σιωπής,
τα νεκρωμένα λόγια μου βροντοχτυπούν,
μεθούν και χάνονται να ακουσθούν
στο αμίλητο μνημείο της σιωπής!

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Διεστώτα

 Σταυρώνομαι κι εγώ αυτή τη μέρα.
 Ανοίγω τα χέρια μου και γίνομαι Σταυρός,
 τα προεκτείνω να αγκαλιάσω τα διεστώτα!
Τινάζω τα δάχτυλά μου φοβούμενος την έκπτωση
 και βάφω με το αίμα μου την ανατολή
που δύουν οι υποσχέσεις!
Θωρώ το κορμί μου που σηκώνει τον δικό του Σταυρό,
 άχρωμο σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία
 και ντρέπομαι να μιλήσω, ‘η κάτι να απαιτήσω,
ασυνεχείς στιγμή η συνύπαρξή μας
 σ’ έναν ανυπόφορο κόσμο,
υπέρβαση στο ασυμβίβαστο.
Κουβαλώντας τον δικό μου Σταυρό,
για όλα αναρωτιέμαι:
 Πού πήγαν οι φίλοι που μας ραντίζουνε θάνατο;
 Πού πηγαίνουν τόσοι ανεκπλήρωτοι έρωτες;
Που στέκουν οι αγάπες που μείναν στις υποσχέσεις;
Πού ταξιδεύουν τα χιλιάδες ‘’σ’ αγαπώ’’ που γίναν μίση;
 Που καταχωνιάζονται τα όνειρα που σβήνουν;
Ίσως ταξιδεύουν στην αμαξοστοιχία των αιώνων
για να συναντήσουν τον δικό τους παράδεισο.
Κι αν δεν υπάρχει γι’ αυτά παράδεισος;
Αλλοίμονό μας!
Θα μας καρτερούν μαινόμενα στην αρχή του τέλους!
Βασανιστικό πάθος ο πόθος της προσμονής
 σαν ξύλινος Σταυρός στις δικέ μας πλάτες!
Και τι μου λείπει;

 Μου λείπει αυτό το ‘χτες,
 που ντύθηκε τις μνήμες
 και περπατάει ανάποδα
 σε διψασμένο χρόνο.
Παρόλο που φοβάμαι,
ανασαλεύομαι,
 θαρρείς το σήμερα ακουμπά
 σε ματωμένη λόγχη!
Στο πρόσταγμα των χρόνων
 λημέριασε η σκέψη μου
σε φωτεινά υπόγεια.
Δεν το μπορώ το σήμερα,
 ό,τι αγάπησα και μίσησα,
 γίνηκε εικόνα βυζαντινή
 σε ξεχασμένο τοίχο!
Στο έωλο παράθυρο του χρόνου
 οι άνθρωποι μοιάζουν πουλιά
αποδημητικά που τους φοβίζει ο δρόμος.
 Δυο νοσταλγίες ειν’ η ζωή
που η μια ξώμεινε πίσω,
εγώ κρατώ τη δεύτερη
 να βλέπω τι μου λείπει.
 Και τι μου λείπει;
Μια Ανάσταση σαν αστραπή,
κόκκινη σαν το αίμα…
κι ύστερα;
Ας νοσταλγώ πάλι το ‘χτες!
Ψάξε με

 Πέρα μακριά σε αιμόφυρτες ανατολές
ξυπνούν ελπίδες και προσμένουν
ξένες αγκαλιές!
Εγώ είμαι ποιητής της λησμονιάς,
με ηδονίζει η φθορά, γιατί αυτή με θρέφει,
 μου τρώει σκέψεις απ’ το μυαλό
 και με ξαναζωντανεύει!
Θα πάρω το χρώμα της ανατολής,
 αστείρευτος μες το κενό
να βάψω λευκές σελίδες…
Ψάξε με,
να ζωντανέψει η ποίηση
 στο περιθώριο των γραμμών
 που ακόμη δεν έχω γράψει.
Ψάξε με, δεν έχω πλέον τόπο!
 Όταν για ελπίδες γράφω συχνά,
 μόνο ένα πράγμα μ’ ανησυχεί
ο φόβος της ελπίδας!